μασχαλιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[μασχαλίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μασχᾰλιστήρ:''' ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μασχαλιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] [[περασμένος]] γύρω από το [[άλογο]] και δεμένος στο [[ζυγό]] με το [[λέπαδνον]]· γενικά, [[περίμετρος]], [[ζωνάρι]], [[δέσιμο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''μασχαλιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[πλατύς]] [[ιμάντας]] [[περασμένος]] γύρω από το [[άλογο]] και δεμένος στο [[ζυγό]] με το [[λέπαδνον]]· γενικά, [[περίμετρος]], [[ζωνάρι]], [[δέσιμο]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μασχᾰλιστήρ:''' ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μασχαλιστήρ Medium diacritics: μασχαλιστήρ Low diacritics: μασχαλιστήρ Capitals: ΜΑΣΧΑΛΙΣΤΗΡ
Transliteration A: maschalistḗr Transliteration B: maschalistēr Transliteration C: maschalistir Beta Code: masxalisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A girth passing round the horse behind his shoulders and fastened to the yoke by the λέπαδνον, Poll. 1.147, Hsch. II generally, girth, band, A.Pr.71, Hdt.1.215; μ. ἔνλιθος CPR22.5 (ii A.D.). III second dorsal vertebra, Poll.2.178.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
ceinture.
Étymologie: μασχαλίζω.

Russian (Dvoretsky)

μασχᾰλιστήρ: ῆρος ὁ пояс, перевязь Her., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μασχαλιστήρ: ῆρος, ὁ, (μασχάλη) εὐρὺς ἱμὰς περιζωννύων τὸν ἵππον ἀκριβῶς ὄπισθεν τῶν ὤμων αὐτοῦ καὶ προσδενόμενος εἰς τὸν ζυγὸν διὰ τοῦ λεπάνδου, Πολυδ. Α΄, 147, Ἡσύχ. ΙΙ. καθόλου, ζώνη, ζῶμα, δεσμός, ταινία, Ἡρόδ. 1. 215, Αἰσχύλ. Πρ. 71 (ἔνθα ἴδε Blomf.)· ― ταινία τις ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ὑποκριταῖς ἐν ταῖς τραγῳδίαις, Μüller εἰς Εὐμ. § 32.

Greek Monotonic

μασχαλιστήρ: -ῆρος, ὁ, πλατύς ιμάντας περασμένος γύρω από το άλογο και δεμένος στο ζυγό με το λέπαδνον· γενικά, περίμετρος, ζωνάρι, δέσιμο, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

[from μασχᾰλίζω]
a broad strap passing round the horse and fastened to the yoke by the λέπαδνον: generally, a girth, girdle, band, Hdt., Aesch.

English (Woodhouse)

a strap to go round the breast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)