μελίφθογγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />au son doux comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], φθέγγω.
|btext=ος, ον :<br />au son doux comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], φθέγγω.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίφθογγος:''' (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] γλυκιά σαν [[μέλι]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μελίφθογγος:''' -ον ([[φθογγή]]), αυτός που έχει [[φωνή]] γλυκιά σαν [[μέλι]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίφθογγος:''' (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελί-φθογγος, ον [[φθογγή]]<br />[[honey]]-voiced, Pind.
|mdlsjtxt=μελί-φθογγος, ον [[φθογγή]]<br />[[honey]]-voiced, Pind.
}}
}}

Revision as of 14:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφθογγος Medium diacritics: μελίφθογγος Low diacritics: μελίφθογγος Capitals: ΜΕΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: melíphthongos Transliteration B: meliphthongos Transliteration C: melifthoggos Beta Code: meli/fqoggos

English (LSJ)

ον, honey-voiced, Μοῖσαι, ἀοιδαί, Pi.O.6.21, I.2.7.

German (Pape)

[Seite 125] dasselbe; Τερψιχόρα, Pind. I. 2, 7, Μοῖσαι, Ol. 6, 21, ἀοιδαί, I. 5, 8, u. öfter bei sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φθέγγω.

Russian (Dvoretsky)

μελίφθογγος: (ῐ) сладкогласный (Μοῖσαι, ἀοιδαί Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν μελιτώδη, ἡδεῖαν, Μοῖσαι, ἀοιδαὶ Πινδ. Ο. 6. 36, Ι. 2. 12.

English (Slater)

μελίφθογγος, -ον honey-voiced μελίφθογγοι Μοῖσαι (O. 6.21) μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας (Heyne: -φθογγοι codd.) (I. 2.7) μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (I. 6.9)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μελίφθογγος, -ον)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ' επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλίφθογγος, λαθίφθογγος)].

Greek Monotonic

μελίφθογγος: -ον (φθογγή), αυτός που έχει φωνή γλυκιά σαν μέλι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

μελί-φθογγος, ον φθογγή
honey-voiced, Pind.