μεσίδιος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />médiateur, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], -ίδιος. | |btext=ου (ὁ) :<br />médiateur, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], -ίδιος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσίδιος:''' (ῐδ) стоящий посреди, т. е. являющийся посредником, посредничающий ([[δικαστής]], [[ἄρχων]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσίδιος:''' [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = [[μέσος]], δικαστὴς [[μεσίδιος]] = [[μεσίτης]], σε Αριστ. | |lsmtext='''μεσίδιος:''' [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = [[μέσος]], δικαστὴς [[μεσίδιος]] = [[μεσίτης]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μεσίδιος]], ποετ. μεσσ-ος, η, ον = [[μέσος]], δικαστὴς μ.] = μεσιτής, Arist.] | |mdlsjtxt=[[μεσίδιος]], ποετ. μεσσ-ος, η, ον = [[μέσος]], δικαστὴς μ.] = μεσιτής, Arist.] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, = μέσος, [δικαστὴς] μ., = μεσίτης, Arist.EN 1132a23; ἄρχων μ. Id.Pol.1306a28.
German (Pape)
[Seite 138] poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
médiateur, arbitre.
Étymologie: μέσος, -ίδιος.
Russian (Dvoretsky)
μεσίδιος: (ῐδ) стоящий посреди, т. е. являющийся посредником, посредничающий (δικαστής, ἄρχων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσίδιος: [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = μέσος, δικαστής μ. = μεσίτης, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.
Greek Monolingual
μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος
2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» — ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ορθρίδιος, πτερίδιος). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.
Greek Monotonic
μεσίδιος: [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = μέσος, δικαστὴς μεσίδιος = μεσίτης, σε Αριστ.
Middle Liddell
μεσίδιος, ποετ. μεσσ-ος, η, ον = μέσος, δικαστὴς μ.] = μεσιτής, Arist.]