μετάδουπος: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui tombe au milieu de, intermédiaire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοῦπος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui tombe au milieu de, intermédiaire.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοῦπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετάδουπος:''' ὁ обрушивающийся в середину, промежуточный, т. е. случайный, маловажный (ἡμέραι Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετάδουπος:''' -ον, αυτός που πέφτει κατά [[τύχη]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''μετάδουπος:''' -ον, αυτός που πέφτει κατά [[τύχη]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μετά]]-δουπος, ον<br />falling at [[haphazard]], Hes. | |mdlsjtxt=[[μετά]]-δουπος, ον<br />falling at [[haphazard]], Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:26, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.
German (Pape)
[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.
Russian (Dvoretsky)
μετάδουπος: ὁ обрушивающийся в середину, промежуточный, т. е. случайный, маловажный (ἡμέραι Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
Greek Monolingual
μετάδουπος, -ον (Α)
αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ' ὀνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασίδουπος, οπλόδουπος)].
Greek Monotonic
μετάδουπος: -ον, αυτός που πέφτει κατά τύχη, σε Ησίοδ.