μεναίχμης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />à la lance ferme, inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[αἰχμή]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />à la lance ferme, inébranlable.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[αἰχμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεναίχμης:''' дор. [[μεναίχμας]], ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою ([[χείρ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεναίχμης:''' -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ ([[αἰχμή]]), αυτός που αντέχει το [[δόρυ]], που είναι [[καρτερικός]] στη [[μάχη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μεναίχμης:''' -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ ([[αἰχμή]]), αυτός που αντέχει το [[δόρυ]], που είναι [[καρτερικός]] στη [[μάχη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεναίχμης:''' дор. [[μεναίχμας]], ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою ([[χείρ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεν-αίχμης, ου, [[αἰχμή]]<br />[[abiding]] the [[spear]], [[staunch]] in [[battle]], Anth.
|mdlsjtxt=μεν-αίχμης, ου, [[αἰχμή]]<br />[[abiding]] the [[spear]], [[staunch]] in [[battle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεναίχμης Medium diacritics: μεναίχμης Low diacritics: μεναίχμης Capitals: ΜΕΝΑΙΧΜΗΣ
Transliteration A: menaíchmēs Transliteration B: menaichmēs Transliteration C: menaichmis Beta Code: menai/xmhs

English (LSJ)

ου, Dor. μεν-αίχμᾱς, α, ὁ, staunch soldier, Anacr.70(dub.): as adjective, χειρὶ μεναίχμᾳ AP6.84 (Paul. Sil.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
à la lance ferme, inébranlable.
Étymologie: μένω, αἰχμή.

Russian (Dvoretsky)

μεναίχμης: дор. μεναίχμας, ου adj. с непоколебимым копьем, твердо держащий копье, т. е. стойкий в бою (χείρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, α, ὁ, = μενεπτόλεμος, μενέχαρμος, ὁ ἐμμένων, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, Ἀνακρ. 74· - τὸ χειρὶ μεναίχμᾳ, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 84, δυνατὸν νὰ ἀνήκῃ εἰς τὸ μεναίχμας ἢ νὰ εἶναι τὸ θηλ. τύπου μέναιχμος.

Greek Monolingual

μεναίχμης, δωρ. τ. μεναίχμας, ὁ (Α)
1. αυτός που αντέχει στη μάχη
2. φρ. (ως θηλ. επιθ.) «χειρὶ μεναίχμᾳ» — με δυνατό, ατρόμητο χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν- του μένω + -αίχμης (< αιχμή), πρβλ. καρτεραίχμης, φυγαίχμης].

Greek Monotonic

μεναίχμης: -ου, Δωρ. -αίχμας, -α, ὁ (αἰχμή), αυτός που αντέχει το δόρυ, που είναι καρτερικός στη μάχη, σε Ανθ.

Middle Liddell

μεν-αίχμης, ου, αἰχμή
abiding the spear, staunch in battle, Anth.