μετριοπάθεια: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />modération dans les passions <i>ou</i> dans les sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μετριοπαθής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />modération dans les passions <i>ou</i> dans les sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[μετριοπαθής]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετριοπάθεια:''' (πᾰ) ἡ сдержанность в страстях, умеренность, выдержка Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μετριοπάθεια]], Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [[μετριοπαθής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μετριοπαθούς, [[περιορισμός]] του πάθους, [[εγκράτεια]], [[αυτοσυγκράτηση]], [[μετριοφροσύνη]] («οὐδὲ ὅσον ἦν [[φρόνημα]] τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] αδιαλλαξίας, [[συμβιβαστικότητα]], [[υποχωρητικότητα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]] («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη [[κατάσταση]] [[πρέπει]] να δείξουμε [[μετριοπάθεια]]»).
|mltxt=η (Α [[μετριοπάθεια]], Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [[μετριοπαθής]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του μετριοπαθούς, [[περιορισμός]] του πάθους, [[εγκράτεια]], [[αυτοσυγκράτηση]], [[μετριοφροσύνη]] («οὐδὲ ὅσον ἦν [[φρόνημα]] τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] αδιαλλαξίας, [[συμβιβαστικότητα]], [[υποχωρητικότητα]], [[σύνεση]], [[σωφροσύνη]] («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη [[κατάσταση]] [[πρέπει]] να δείξουμε [[μετριοπάθεια]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''μετριοπάθεια:''' (πᾰ) ἡ сдержанность в страстях, умеренность, выдержка Plut.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετριοπάθεια Medium diacritics: μετριοπάθεια Low diacritics: μετριοπάθεια Capitals: ΜΕΤΡΙΟΠΑΘΕΙΑ
Transliteration A: metriopátheia Transliteration B: metriopatheia Transliteration C: metriopatheia Beta Code: metriopa/qeia

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ, restraint over the passions, Ph.1.113, Plu.2.102d, App.Pun.52, 57, Alex.Aphr.in Top. 239.6, Porph.Sent.32:—written μετριο-πᾰθία, Phld.Rh.2.272 S.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, Mäßigung in Leidenschaften, Plut. adv. Col. 22 S. Emp. pyrrh. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
modération dans les passions ou dans les sentiments.
Étymologie: μετριοπαθής.

Russian (Dvoretsky)

μετριοπάθεια: (πᾰ) ἡ сдержанность в страстях, умеренность, выдержка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μετριοπάθεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, μετριότης, περιορισμὸς τῶν παθῶν, Πλούτ. 2. 102D.

Greek Monolingual

η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) μετριοπαθής
1. η ιδιότητα του μετριοπαθούς, περιορισμός του πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.)
2. έλλειψη αδιαλλαξίας, συμβιβαστικότητα, υποχωρητικότητα, σύνεση, σωφροσύνη («για να αντιμετωπίσουμε την κρίσιμη κατάσταση πρέπει να δείξουμε μετριοπάθεια»).