μενετός: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui demeure, qui attend : [[οἱ]] καιροὶ [[οὐ]] μενετοί THC l'occasion n’attend pas.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μένω]].
|btext=ή, όν :<br />qui demeure, qui attend : [[οἱ]] καιροὶ [[οὐ]] μενετοί THC l'occasion n’attend pas.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μένω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μενετός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ждущий]], [[ожидающий]] (οἱ καιροὶ οὐ μενετοί погов. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> (долго)терпеливый (θεοί Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενετός:''' -ή, -όν ([[μένω]]), αυτός που έχει την [[τάση]] να περιμένει, [[καρτερικός]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ καιροὶ οὐ μενετοί</i>, οι ευκαιρίες δεν θα περιμένουν, σε Θουκ.
|lsmtext='''μενετός:''' -ή, -όν ([[μένω]]), αυτός που έχει την [[τάση]] να περιμένει, [[καρτερικός]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ καιροὶ οὐ μενετοί</i>, οι ευκαιρίες δεν θα περιμένουν, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενετός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ждущий]], [[ожидающий]] (οἱ καιροὶ οὐ μενετοί погов. Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> (долго)терпеливый (θεοί Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μενετός]], ή, όν [[μένω]]<br />inclined to [[wait]], [[patient]], Ar.: οἱ καιροὶ οὐ μενετοί opportunities [[will]] not [[wait]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[μενετός]], ή, όν [[μένω]]<br />inclined to [[wait]], [[patient]], Ar.: οἱ καιροὶ οὐ μενετοί opportunities [[will]] not [[wait]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 14:36, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενετός Medium diacritics: μενετός Low diacritics: μενετός Capitals: ΜΕΝΕΤΟΣ
Transliteration A: menetós Transliteration B: menetos Transliteration C: menetos Beta Code: meneto/s

English (LSJ)

ή, όν, inclined to wait, patient, μενετοὶ θεοί Ar.Av.1620; of circumstances, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί = opportunities will not wait, time and tide wait for no man, Th.1.142.

German (Pape)

[Seite 132] bleibend, wartend; οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, der rechte, günstige Augenblick bleibt, wartet nicht, Thuc. 1, 142; μενετοὶ θεοί, die Götter warten, haben Geduld, Ar. Av. 1620, nach Schol. ἀνεξίκακοι, οὐκ εὐθέως τιμωρούμενοι, oder auch μόνιμοι, βέβαιοι.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui demeure, qui attend : οἱ καιροὶ οὐ μενετοί THC l'occasion n’attend pas.
Étymologie: adj. verb. de μένω.

Russian (Dvoretsky)

μενετός:
1) ждущий, ожидающий (οἱ καιροὶ οὐ μενετοί погов. Thuc.);
2) (долго)терпеливый (θεοί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μενετός: -ή, -όν, (μένω) περιμένων ἢ διατεθειμένος νὰ περιμένῃ, ὑπομονετικός, μακρόθυμος, μενετοὶ θεοὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1620. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων, οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, αἱ εὐκαιρίαι δὲν ἀναμένουσιν, ἡ εὐνοϊκὴ περίστασις δὲν περιμένει Θουκ. 1. 142.

Greek Monolingual

μενετός, -ή, -όν (Α) μένω
1. ο κατάλληλος για αναμονή ή ο διατεθειμένος να περιμένει («τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί» — οι ευνοϊκές περιστάσεις του πολέμου δεν περιμένουν, Θουκ.)
2. αυτός που περιμένει, υπομονητικός, καρτερικός, μακρόθυμος.

Greek Monotonic

μενετός: -ή, -όν (μένω), αυτός που έχει την τάση να περιμένει, καρτερικός, σε Αριστοφ.· οἱ καιροὶ οὐ μενετοί, οι ευκαιρίες δεν θα περιμένουν, σε Θουκ.

Middle Liddell

μενετός, ή, όν μένω
inclined to wait, patient, Ar.: οἱ καιροὶ οὐ μενετοί opportunities will not wait, Thuc.