μιμηλός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui imite, habile à imiter;<br /><b>2</b> imité, contrefait ; ἡ μιμηλά ([[εἰκών]]) image <i>dor.</i><br /><i>Sp.</i> μιμηλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui imite, habile à imiter;<br /><b>2</b> imité, contrefait ; ἡ μιμηλά ([[εἰκών]]) image <i>dor.</i><br /><i>Sp.</i> μιμηλότατος.<br />'''Étymologie:''' [[μιμέομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑμηλός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[изобразительный]], [[подражательный]], [[способный изображать]] ([[τέχνη]] Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;<br /><b class="num">2)</b> [[изображенный]], [[воспроизведенный с натуры]] ([[εἰκών]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑμηλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητικός]], με γεν., σε Λουκ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ. | |lsmtext='''μῑμηλός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[μιμητικός]], με γεν., σε Λουκ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῑμηλός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[imitative]], c. gen., Luc., Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. imitated, copied, Plut. [from [[μιμέομαι]] | |mdlsjtxt=μῑμηλός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[imitative]], c. gen., Luc., Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]. imitated, copied, Plut. [from [[μιμέομαι]] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:39, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A imitative, τέχνη Luc.JTr.33; γραφίς Man. 6.525; [πίθηκος] μ. πρὸς τὸ χεῖρον Gal.UP3.16: c. gen., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Luc.Im.17 (Sup.); βιότου AP9.280 (Apollonid.). II Pass., imitated, copied, εἰκών portrait, Plu.Ages.2. Adv.-λῶς Eust.6.7, Suid. s.v. δρᾶμα.
German (Pape)
[Seite 186] nachahmend, geschickt im Nachahmen; μιμηλότατοι τεχνιτῶν, Luc. Imag. 17; Pisc. 36; vgl. μιμηλὸν βιότου πτερόν, Apollnds 22 (IX, 280). – Eine Art Komödie, Suid. v. Σωσάβιος. – Pass., nachgeahmt, Plut. Agesil. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui imite, habile à imiter;
2 imité, contrefait ; ἡ μιμηλά (εἰκών) image dor.
Sp. μιμηλότατος.
Étymologie: μιμέομαι.
Russian (Dvoretsky)
μῑμηλός:
1) изобразительный, подражательный, способный изображать (τέχνη Luc.): μιμηλότατοι τεχνιτῶν Luc. талантливейшие из художников;
2) изображенный, воспроизведенный с натуры (εἰκών Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑμηλός: -ή, -όν, μιμητικός, τέχνη Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 33· γραφὶς Μανέθων 6. 525· μετὰ γεν., μ. ἁπάντων τεχνιτῶν Λουκ. Εἰκόν. 17· βιότου Ἀνθ. Π. 9. 280· γελοίων Κλήμ. Ἀλ. 195. ΙΙ. Παθ., μεμιμημένος, κατὰ μίμησιν πεποιημένος, εἰκὼν Πλουτ. Ἀγησ. 2, πρβλ. 2. 215Α. Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ. 6. 7, κτλ.
Greek Monolingual
μιμηλός, -ή, -όν (Α)
1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός
2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ' απομίμηση.
επίρρ...
μιμηλῶς (Μ)
μιμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα -ηλός (πρβλ. καπνηλός, σφριγηλός)].
Greek Monotonic
μῑμηλός: -ή, -όν,
I. μιμητικός, με γεν., σε Λουκ., Ανθ.
II. Παθ., αυτός που αποτελεί αντικείμενο μίμησης, αντιγραφής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
μῑμηλός, ή, όν
I. imitative, c. gen., Luc., Anth.
II. pass. imitated, copied, Plut. [from μιμέομαι