νεόφοιτος: Difference between revisions
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nouvellement arrivé;<br /><b>2</b> nouvellement visité.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φοιτάω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> nouvellement arrivé;<br /><b>2</b> nouvellement visité.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φοιτάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόφοιτος:''' недавно посещенный, т. е. свежий ([[τύμβος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που άρχισε πρόσφατα να περιφέρεται, σε Ανθ. | |lsmtext='''νεόφοιτος:''' -ον ([[φοιτάω]]), αυτός που άρχισε πρόσφατα να περιφέρεται, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεό-φοιτος, ον, [[φοιτάω]]<br />[[newly]] [[trodden]], Anth. | |mdlsjtxt=νεό-φοιτος, ον, [[φοιτάω]]<br />[[newly]] [[trodden]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A having just arrived, newcomer, Coluth.390. II Pass., newly trodden, ἠέρα AP7.699.
German (Pape)
[Seite 245] eben, seit Kurzem herumgehend, auch passiv., eben betreten, erst sp. D., wie Coluth. 383, Tryphiod. 363; Ep. ad. 396 (VII, 699).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 nouvellement arrivé;
2 nouvellement visité.
Étymologie: νέος, φοιτάω.
Russian (Dvoretsky)
νεόφοιτος: недавно посещенный, т. е. свежий (τύμβος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόφοιτος: -ον, ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ περιφέρηται, Κόλουθ. 383. ΙΙ. Παθ., ὁ νεωστὶ πατηθείς, νεοβάδιστος, Ἀνθ. Π. 7. 699.
Greek Monolingual
νεόφοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που πρόσφατα άρχισε να συχνάζει κάπου
2. αυτός που μόλις έφτασε κάπου
3. (με παθ. σημ.) αυτός που πατήθηκε για πρώτη φορά («Ἰκάρου ὦ νεόφοιτον ἐς ἠέρα πωτηθέντος... τύμβε», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ομό-φοιτος].
Greek Monotonic
νεόφοιτος: -ον (φοιτάω), αυτός που άρχισε πρόσφατα να περιφέρεται, σε Ανθ.