νόσανσις: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0263.png Seite 263]] ἡ, das Erkranken, Krankwerden, Ggstz [[ὑγίανσις]], Arist. phys. ausc. 5, 5. (Das Verbum νοσαίνω kommt nicht vor.)
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0263.png Seite 263]] ἡ, das Erkranken, Krankwerden, Ggstz [[ὑγίανσις]], Arist. phys. ausc. 5, 5. (Das Verbum νοσαίνω kommt nicht vor.)
}}
{{elru
|elrutext='''νόσανσις:''' εως ἡ [[заболевание]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νόσανσις]], ἡ (Α)<br />το να ασθενεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. <i>νοσαίνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[υγίανσις]]: [[υγιαίνω]]].
|mltxt=[[νόσανσις]], ἡ (Α)<br />το να ασθενεί [[κάποιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. <i>νοσαίνω</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[υγίανσις]]: [[υγιαίνω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''νόσανσις:''' εως ἡ [[заболевание]] Arst.
}}
}}

Revision as of 14:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόσανσις Medium diacritics: νόσανσις Low diacritics: νόσανσις Capitals: ΝΟΣΑΝΣΙΣ
Transliteration A: nósansis Transliteration B: nosansis Transliteration C: nosansis Beta Code: no/sansis

English (LSJ)

εως, ἡ, (as if from *νοσαίνω) falling sick, opp. ὑγίανσις, Arist.Ph.230a22, Plot.6.3.22 and 23; v.l. for νόσωσις, Arist. Ph.229a26.

German (Pape)

[Seite 263] ἡ, das Erkranken, Krankwerden, Ggstz ὑγίανσις, Arist. phys. ausc. 5, 5. (Das Verbum νοσαίνω kommt nicht vor.)

Russian (Dvoretsky)

νόσανσις: εως ἡ заболевание Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νόσανσις: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ ὑγίανσις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ νόσωσις, αὐτόθι 5. 5, 3.

Greek Monolingual

νόσανσις, ἡ (Α)
το να ασθενεί κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω].