ξέσμα: Difference between revisions
δυοῖν κακοῖν προκειμένοιν τὸ μὴ χεῖρον βέλτιστον → the lesser of two evils, the less bad thing of a pair of bad things, better the devil you know, better the devil you know than the devil you don't, better the devil you know than the devil you don't know, better the devil you know than the one you don't, better the devil you know than the one you don't know, the devil that you know is better than the devil that you don't know, the devil we know is better than the devil we don't, the devil we know is better than the devil we don't know, the devil you know is better than the devil you don't
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. [[ξόανον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0278.png Seite 278]] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. [[ξόανον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξέσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[оскребок]], [[стружка]] ([[ξέσματα]] κέρατος Sext.);<br /><b class="num">2)</b> вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ξέσμα:''' -ατος, τό ([[ξέω]]), = [[ξόανον]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ξέσμα:''' -ατος, τό ([[ξέω]]), = [[ξόανον]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ξέσμα]], ατος, τό, [ξέω] = [[ξόανον]], Anth.] | |mdlsjtxt=[[ξέσμα]], ατος, τό, [ξέω] = [[ξόανον]], Anth.] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:58, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, (ξέω) A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v.l. for ξῦσμα in Dsc.2.134. II abrasion, in plural, Jul. Caes.309c. III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.
German (Pape)
[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
Russian (Dvoretsky)
ξέσμα: ατος τό
1) оскребок, стружка (ξέσματα κέρατος Sext.);
2) вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.
Greek Monolingual
το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
ξέσμα: -ατος, τό (ξέω), = ξόανον, σε Ανθ.