πέμπελος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décrépit.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'explication.
|btext=ος, ον :<br />décrépit.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'explication.
}}
{{elru
|elrutext='''πέμπελος:''' [[старческий]], [[дряхлый]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πέμπελος]], -ον, ΜΑ<br />[[γηραλέος]], [[υπέργηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πέμπελον<br />στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ [[λίαν]] γηραλέον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πέμπω]] και η [[ερμηνεία]] του Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
|mltxt=-η, -ο / [[πέμπελος]], -ον, ΜΑ<br />[[γηραλέος]], [[υπέργηρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πέμπελον<br />στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ [[λίαν]] γηραλέον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πέμπω]] και η [[ερμηνεία]] του Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πέμπελος:''' [[старческий]], [[дряхлый]] Anth.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[old]], [[old man]] (Lyc. 682, 826). Glossed by Gal. 6, 380 <b class="b3">παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς ῝Αιδου πομπήν</b>, id. in Sauidas. Hsch. gives [[στωμύλον]], [[λάλον]], <b class="b3">οἱ δε λίαν γηραλέον</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Galen's explanation is a popular etymology. Unknown. A. Blanc RPh. 72 (1998) 134 proposes a reduplicated <b class="b3">*πελ-πελ-</b> > [[πέμπελος]] from the root seen in [[πελιδνός]], [[πελιός]] (also HS 110 (1997) 233f.)
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[old]], [[old man]] (Lyc. 682, 826). Glossed by Gal. 6, 380 <b class="b3">παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς ῝Αιδου πομπήν</b>, id. in Sauidas. Hsch. gives [[στωμύλον]], [[λάλον]], <b class="b3">οἱ δε λίαν γηραλέον</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Galen's explanation is a popular etymology. Unknown. A. Blanc RPh. 72 (1998) 134 proposes a reduplicated <b class="b3">*πελ-πελ-</b> > [[πέμπελος]] from the root seen in [[πελιδνός]], [[πελιός]] (also HS 110 (1997) 233f.)
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέμπελος Medium diacritics: πέμπελος Low diacritics: πέμπελος Capitals: ΠΕΜΠΕΛΟΣ
Transliteration A: pémpelos Transliteration B: pempelos Transliteration C: pempelos Beta Code: pe/mpelos

English (LSJ)

ον, aged, Lyc.682, 826, Gal.6.380, Choerob. in Theod. 1.357 H. (alternatively expld. as = στωμύλος, λάλος by Hsch.).

German (Pape)

[Seite 553] dichterisches Beiwort sehr alter Leute, Lycophr. 125, πέμπελος χρόνῳ, u. a. Sp., entweder reif, mürb, wie πέπων mit πέπτω zusammenhangend, oder nach den Alten von πέμπεσθαι εἰς ᾅδο υ, weil sie dem Tode nahe sind; Schneider erkl. es = mürrisch u. vergleicht δυσπέμφελος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décrépit.
Étymologie: DELG pas d'explication.

Russian (Dvoretsky)

πέμπελος: старческий, дряхлый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πέμπελος: -ον, λέξις ἀσαφοῦς ἐννοίας, λεγομένη ἐπὶ σφόδρα γηραλέων, νεκρόμάντιν πέμπελον, «ὑπεργήρων» (Τζέτζ.), περὶ τοῦ Τειρεσίου, Λυκόφρ. 682· πέμπελον γραῦν, «τὴν παγγήρων γραῦν» (Τζέτζ.), ὁ αὐτ. 826, Γαλην. τόμ. 6, 162. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πέμπελον· στωμύλον, λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον», πρβλ. Χοιροβ. 391. 14, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πέμπελος, -ον, ΜΑ
γηραλέος, υπέργηρος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «πέμπελον
στωμύλον. λάλον. οἱ δὲ λίαν γηραλέον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το ρ. πέμπω και η ερμηνεία του Γαληνού «παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς Ἄιδου πομπήν» οφείλεται σε παρετυμολογία].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: old, old man (Lyc. 682, 826). Glossed by Gal. 6, 380 παρὰ τὸ ἐκπέμπεσθαι εἰς ῝Αιδου πομπήν, id. in Sauidas. Hsch. gives στωμύλον, λάλον, οἱ δε λίαν γηραλέον.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Galen's explanation is a popular etymology. Unknown. A. Blanc RPh. 72 (1998) 134 proposes a reduplicated *πελ-πελ- > πέμπελος from the root seen in πελιδνός, πελιός (also HS 110 (1997) 233f.)