ξενοδαίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mange ses hôtes <i>ou</i> des étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]], [[δαίομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui mange ses hôtes <i>ou</i> des étrangers.<br />'''Étymologie:''' [[ξένος]], [[δαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοδαίτης:''' ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. [[θήρ]] Eur. = [[Κύκλωψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδαίτης:''' -ου, ἡ ([[δαίς]]), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.
|lsmtext='''ξενοδαίτης:''' -ου, ἡ ([[δαίς]]), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοδαίτης:''' ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. [[θήρ]] Eur. = [[Κύκλωψ]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ξενο-[[δαίτης]], ου, [[δαίς]]<br />one that devours guests or strangers, of the [[Cyclops]], Eur.
|mdlsjtxt=ξενο-[[δαίτης]], ου, [[δαίς]]<br />one that devours guests or strangers, of the [[Cyclops]], Eur.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδαίτης Medium diacritics: ξενοδαίτης Low diacritics: ξενοδαίτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: xenodaítēs Transliteration B: xenodaitēs Transliteration C: ksenodaitis Beta Code: cenodai/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ, (δαίς) one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Id.Cyc.658 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange ses hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, δαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαίτης: ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. θήρ Eur. = Κύκλωψ.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαίτης: -ου, ἡ, (δαὶς) ὁ κατατρώγων τοὺς ξενιζομένους ἢ ξένους, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 658· ἴδε τὸ προηγ.

Greek Monolingual

ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο-δαίτης, λαγο-δαίτης].

Greek Monotonic

ξενοδαίτης: -ου, ἡ (δαίς), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.

Middle Liddell

ξενο-δαίτης, ου, δαίς
one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Eur.