προσελλείπω: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire qu’il y ait manque;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐλλείπω]]. | |btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire qu’il y ait manque;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire défaut, manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐλλείπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσελλείπω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[недоставать]], [[не хватать]]: τὰ προσελλείποντα Diod. нехватка, недостающее;<br /><b class="num">2)</b> [[оставлять непройденным]]: π. τῶ σταδίῳ [[στάδιον]] Anth. из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 25: | Line 28: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσελλείπω:''' [[μένω]] [[ακόμα]] [[πίσω]], είμαι [[ακόμη]] [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]], έχω [[ακόμα]] [[έλλειψη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''προσελλείπω:''' [[μένω]] [[ακόμα]] [[πίσω]], είμαι [[ακόμη]] [[ελλιπής]], [[ανεπαρκής]], έχω [[ακόμα]] [[έλλειψη]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to be [[still]] [[wanting]], Anth. | |mdlsjtxt=to be [[still]] [[wanting]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 3 October 2022
English (LSJ)
to be still wanting, π. τῷ σταδίῳ στάδιον fail by the whole length of the course, of a very slow runner, AP11.85 (Lucill.); τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων the sums still wanting, D.S.20.101, cf. IG4.4.9 (Aegina).
German (Pape)
[Seite 759] noch dazu, daran fehlen lassen; στάδιον σταδίῳ, ein Stadion am Stadion fehlen lassen, Lucill. 16, 5 (XI, 85); τὰ προσελλείποντα, das noch daran Fehlende, D. Sic.
French (Bailly abrégé)
1 tr. faire qu’il y ait manque;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: πρός, ἐλλείπω.
Russian (Dvoretsky)
προσελλείπω:
1) недоставать, не хватать: τὰ προσελλείποντα Diod. нехватка, недостающее;
2) оставлять непройденным: π. τῶ σταδίῳ στάδιον Anth. из стадия оставить непройденным стадий (же) (шутл. о неудачливом бегуне).
Greek (Liddell-Scott)
προσελλείπω: μένω ὀπίσω ἀκόμη, χρειάζομαι ἀκόμη πρὸς συμπλήρωσιν, Μᾶρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον, δηλ. μείνας ὀπίσω καθ’ ὁλόκληρον τὸ μῆκος τοῦ δρόμου, ἐπὶ λίαν νωθροῦ δρομέως, Ἀνθ. Π. 11. 85· τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων, τὰ προσαπαιτούμενα πρὸς συμπλήρωσιν ποσά, Διοδ. 20. 101, Συλλ. Ἐπιγρ. 2423b.
Greek Monolingual
Α ἐλλείπω
1. (κυρίως για νωθρό δρομέα) μένω ακόμη πίσω («Μᾱρκος ἦλθε προσελλείπων τῷ σταδίῳ στάδιον» — ο Μάρκος έμεινε πίσω κατά ολόκληρο το μήκος του δρόμου, Λουκίλλ.)
2. υπολείπομαι, χρειάζομαι ακόμη ώσπου να συμπληρωθώ («ἀξιούντων... είς τὰ προσελλείποντα τῶν χρημάτων δοῦν
αι χρόνον», Διόδ.).
Greek Monotonic
προσελλείπω: μένω ακόμα πίσω, είμαι ακόμη ελλιπής, ανεπαρκής, έχω ακόμα έλλειψη, σε Ανθ.