τειχίον: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />mur de maison, de cour.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τεῖχος]].
|btext=ου (τό) :<br />mur de maison, de cour.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τεῖχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τειχίον:''' τό (небольшая) стена, ограда Hom. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχίον:''' τό ([[τεῖχος]]), [[περιτείχισμα]], σε Ομήρ. Οδ.· η υποκορ. του [[σημασία]] λέγεται [[συνήθως]] για τα ιδιωτικά οικοδομήματα και όχι —όπως το [[τεῖχος]],<i>—</i> για τα τείχη της πόλης.
|lsmtext='''τειχίον:''' τό ([[τεῖχος]]), [[περιτείχισμα]], σε Ομήρ. Οδ.· η υποκορ. του [[σημασία]] λέγεται [[συνήθως]] για τα ιδιωτικά οικοδομήματα και όχι —όπως το [[τεῖχος]],<i>—</i> για τα τείχη της πόλης.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχίον:''' τό (небольшая) стена, ограда Hom. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχίον Medium diacritics: τειχίον Low diacritics: τειχίον Capitals: ΤΕΙΧΙΟΝ
Transliteration A: teichíon Transliteration B: teichion Transliteration C: teichion Beta Code: teixi/on

English (LSJ)

τό, wall, μέγα τ. αὐλῆς Od.16.165,343: used of walls of buildings, not, like τεῖχος, of citywalls, v. IG12.373.258, Ar.Ec.497, V.1109, Th.6.66, 7.81, Aen.Tact. 2.2, PHal.1.88,91 (iii B.C.), etc.; of a wall as the fence of a field, X.Eq.3.7, Eq.Mag.6.5.

German (Pape)

[Seite 1081] τό, der Form nach dim. von τεῖχος, Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα τειχίον αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, τειχίον ὥςπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mur de maison, de cour.
Étymologie: dim. de τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

τειχίον: τό (небольшая) стена, ограда Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

τειχίον: τὸ περιτείχισμα, μέγα τειχίον αὐλῆς Ὀδ. Π. 165. 343 (ὡς τὸ ἕρκεα, αὐτόθι 341)· ― ἡ ὑποκοριστ. αὐτοῦ σημασία κεῖται ἐν τούτῳ ὅτι λέγεται συνήθως ἐπὶ τῶν ἰδιωτικῶν οἰκοδομημάτων καὶ οὐχὶ ὡς τὸ τεῖχος, ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν, ἴδε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 497 (ἂν καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Σφ. 1109 φαίνεται ὅτι λέγεται ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν), Θουκ. 6. 66., 7. 81, κλπ., πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 837, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 511.

English (Autenrieth)

(dimin. from τεῖχος): wall belonging to a building, not a city or town, Od. 16.165 and 343.

Greek Monotonic

τειχίον: τό (τεῖχος), περιτείχισμα, σε Ομήρ. Οδ.· η υποκορ. του σημασία λέγεται συνήθως για τα ιδιωτικά οικοδομήματα και όχι —όπως το τεῖχος, για τα τείχη της πόλης.

Middle Liddell

τειχίον, ου, τό, τεῖχος
a wall, Od.:—any dimin. sense it has consists in its being commonly limited to private buildings, as opp. to city-walls.

English (Woodhouse)

wall of a house

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)