στεγνοφυής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d'une nature épaisse.<br />'''Étymologie:''' [[στεγνός]], [[φύω]].
|btext=ής, ές :<br />d'une nature épaisse.<br />'''Étymologie:''' [[στεγνός]], [[φύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στεγνοφυής:''' имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ [[ἄϋλος]] Anth. материальный или невещественный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεγνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που είναι από τη [[φύση]] του [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[σωματώδης]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στεγνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που είναι από τη [[φύση]] του [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[σωματώδης]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στεγνοφυής:''' имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ [[ἄϋλος]] Anth. материальный или невещественный.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στεγνο-φυής, ές [φυή]<br />of [[thick]] [[nature]], Anth.
|mdlsjtxt=στεγνο-φυής, ές [φυή]<br />of [[thick]] [[nature]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνοφῠής Medium diacritics: στεγνοφυής Low diacritics: στεγνοφυής Capitals: ΣΤΕΓΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: stegnophyḗs Transliteration B: stegnophyēs Transliteration C: stegnofyis Beta Code: stegnofuh/s

English (LSJ)

ές, of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d'une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.

Russian (Dvoretsky)

στεγνοφυής: имеющий плотную природу, т. е. вещественный: σ. ἢ ἄϋλος Anth. материальный или невещественный.

Greek (Liddell-Scott)

στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.

Greek Monolingual

-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Greek Monotonic

στεγνοφυής: -ές (φυή), αυτός που είναι από τη φύση του πυκνός, σφιχτός, σωματώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

στεγνο-φυής, ές [φυή]
of thick nature, Anth.