τοιχωρύχος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=τοιχωρύχος
|Full diacritics=τοιχωρῠ́χος
|Medium diacritics=τοιχωρύχος
|Medium diacritics=τοιχωρύχος
|Low diacritics=τοιχωρύχος
|Low diacritics=τοιχωρύχος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toichorychos
|Transliteration C=toichorychos
|Beta Code=toixw/ruxos
|Beta Code=toixw/ruxos
|Definition=(parox.), ὁ, (τοῖχος, ὀρύσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who digs through the wall</b>, i.e. <b class="b2">housebreaker, burglar</b>, sts. as term of abuse, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1327</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>773</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pl.</span>204</span>, <span class="bibl">Amips.24</span>, etc.; τ. καὶ ἱερόσυλοι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>831e</span>: as Adj., of things, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον <b class="b2">rascally</b>, <span class="bibl">Diph. 3.1</span>.</span>
|Definition=(parox.), ὁ, ([[τοῖχος]], [[ὀρύσσω]]) [[one who digs through the wall]], i.e. [[housebreaker]], [[burglar]], sometimes as term of abuse, Ar.Nu.1327, Ra.773, Pl.204, Amips.24, etc.; τ. καὶ ἱερόσυλοι Pl.Lg.831e: as adjective, of things, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]] = O [[knavish]] [[flask]], Diph. 3.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1125.png Seite 1125]] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui perce un mur pour s'introduire dans une maison et voler ; voleur.<br />'''Étymologie:''' [[τοῖχος]], [[ὀρύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τοιχωρύχος:''' ὁ [[взломщик]], [[громила]] Arph., Plat., Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοιχωρύχος''': [ῠ], ὁ, ([[ὀρύσσω]]) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, [[κλέπτης]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]], ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308.
|lstext='''τοιχωρύχος''': [ῠ], ὁ, ([[ὀρύσσω]]) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, [[κλέπτης]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον [[λαγύνιον]], ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου () :<br />qui perce un mur pour s’introduire dans une maison et voler ; voleur.<br />'''Étymologie:''' [[τοῖχος]], [[ὀρύσσω]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που εισέρχεται [[παράνομα]] σε ένα [[κτήριο]] διατρυπώντας τους τοίχους<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[διαρρήκτης]], [[λωποδύτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[άθλιος]], [[ελεεινός]] («τοιχωρύχον [[λαγύνιον]]», Δίφιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρύχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀρύσσω]] «[[σκάβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεταλλ</i>-<i>ωρύχος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τοιχωρύχος:''' [ῠ], ὁ ([[ὀρύσσω]]), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε [[ξένο]] [[σπίτι]], [[ληστής]], [[κλέφτης]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τοιχωρῠ́χος, ὁ, [[ὀρύσσω]]<br />one who digs [[through]] the [[wall]], i. e. a housebreaker, [[burglar]], [[robber]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχωρῠ́χος Medium diacritics: τοιχωρύχος Low diacritics: τοιχωρύχος Capitals: ΤΟΙΧΩΡΥΧΟΣ
Transliteration A: toichōrýchos Transliteration B: toichōrychos Transliteration C: toichorychos Beta Code: toixw/ruxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, (τοῖχος, ὀρύσσω) one who digs through the wall, i.e. housebreaker, burglar, sometimes as term of abuse, Ar.Nu.1327, Ra.773, Pl.204, Amips.24, etc.; τ. καὶ ἱερόσυλοι Pl.Lg.831e: as adjective, of things, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον = O knavish flask, Diph. 3.1.

German (Pape)

[Seite 1125] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui perce un mur pour s'introduire dans une maison et voler ; voleur.
Étymologie: τοῖχος, ὀρύσσω.

Russian (Dvoretsky)

τοιχωρύχος:взломщик, громила Arph., Plat., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχωρύχος: [ῠ], ὁ, (ὀρύσσω) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, κλέπτης, Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον, ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους
2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης
αρχ.
ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τοιχωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε ξένο σπίτι, ληστής, κλέφτης, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

τοιχωρῠ́χος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs through the wall, i. e. a housebreaker, burglar, robber, Ar.