φερεσσακής: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui porte un bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[σάκος]]¹. | |btext=ής, ές :<br />qui porte un bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[σάκος]]¹. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φερεσσᾰκής:''' [[щитоносный]] Hes. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φερεσσᾰκής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[σάκος]]), αυτός που κουβαλά [[ασπίδα]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''φερεσσᾰκής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[σάκος]]), αυτός που κουβαλά [[ασπίδα]], [[ασπιδοφόρος]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, gen. έος, shield-bearing, of men, Hes.Sc.13, Nonn.D.26.291, al.; also ποταμός, νῆες, ib.23.11, 36.447; τελαμῶνες Tryph. 11.
German (Pape)
[Seite 1261] ές, schildtragend, Hes. Sc. 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui porte un bouclier.
Étymologie: φέρω, σάκος¹.
Russian (Dvoretsky)
φερεσσᾰκής: щитоносный Hes.
Greek (Liddell-Scott)
φερεσσᾰκής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ φέρασπις, ὁ φέρων σάκος, ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ.)
1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις
2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -σσακής (< σάκος «ασπίδα»)].
Greek Monotonic
φερεσσᾰκής: -ές, γεν. -έος (σάκος), αυτός που κουβαλά ασπίδα, ασπιδοφόρος, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
φερεσ-σᾰκής, ές σάκος
shield-bearing, Hes.
Frisk Etymology German
φερεσσακής: {pheressakḗs}
See also: s. σάκος.
Page 2,1002