φορτηγικός: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre au transport des marchandises par mer.<br />'''Étymologie:''' [[φορτηγός]].
|btext=ή, όν :<br />propre au transport des marchandises par mer.<br />'''Étymologie:''' [[φορτηγός]].
}}
{{elru
|elrutext='''φορτηγικός:''' [[перевозящий грузы]], [[грузовой]] ([[πλοῖον]] Thuc., Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορτηγικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων, [[πλοῖον]] φορτηγικόν, [[πλοίο]] εμπορικό, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''φορτηγικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[αρμόδιος]] για τη [[μεταφορά]] φορτίων, [[πλοῖον]] φορτηγικόν, [[πλοίο]] εμπορικό, σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φορτηγικός:''' [[перевозящий грузы]], [[грузовой]] ([[πλοῖον]] Thuc., Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φορτηγικός]], ή, όν<br />of or for [[carrying]] [[load]]s, [[πλοῖον]] φ. a [[ship]] of [[burden]], Thuc., Xen. (from [[φορτηγός]])
|mdlsjtxt=[[φορτηγικός]], ή, όν<br />of or for [[carrying]] [[load]]s, [[πλοῖον]] φ. a [[ship]] of [[burden]], Thuc., Xen. (from [[φορτηγός]])
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτηγικός Medium diacritics: φορτηγικός Low diacritics: φορτηγικός Capitals: ΦΟΡΤΗΓΙΚΟΣ
Transliteration A: phortēgikós Transliteration B: phortēgikos Transliteration C: fortigikos Beta Code: forthgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A of or for carrying loads, πλοῖα φορτηγικά = cargo ships, ships of burden, merchantmen, Th.6.88, X.HG5.1.21.
2 φορτηγικὰ βρώματα = provisions such as are used in these ships, i.e. sorry fare, Dionys.Com.2.42.

German (Pape)

[Seite 1301] ή, όν, zum Lasttragen gehörig, πλοῖ. ον, ein Lastschiff, Thuc. 6, 88 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre au transport des marchandises par mer.
Étymologie: φορτηγός.

Russian (Dvoretsky)

φορτηγικός: перевозящий грузы, грузовой (πλοῖον Thuc., Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φορτηγικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόδιος εἰς φορτηγίαν, εἰς μεταφορὰν φορτίων, πλοῖον φ., φορτηγόν, ἐμπορικόν, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 21. 2) φ. βρώματα, βρώματα οἷα τὰ ἐν τοιούτοις πλοίοις εὐρισκόμενα, δηλ. ἀθλία τροφή, ἐξ ἀντλίας ἣκοντα καὶ γέμοντ’ ἔτι φορτηγικῶν μοι βρωμάτων ἀγωνίαις Διονύσ. Κωμικ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φορτηγός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταφορά φορτίων («φορτηγικὸν πλοῖον», Θουκ.)
2. φρ. «φορτηγικὰ βρώματα» — τρόφιμα κακής ποιότητας, σαν αυτά που βρίσκονται στα φορτηγά πλοία (Δίον. Κωμ.).

Greek Monotonic

φορτηγικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος για τη μεταφορά φορτίων, πλοῖον φορτηγικόν, πλοίο εμπορικό, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

φορτηγικός, ή, όν
of or for carrying loads, πλοῖον φ. a ship of burden, Thuc., Xen. (from φορτηγός)