Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χιονώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />neigeux, couvert de neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />neigeux, couvert de neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''χιονώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрытый снегом]], [[снежный]] ([[Θρῄκη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[белоснежный]] (θέρμων [[βόλβα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῐονώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[χιόνι]], [[χιονώδης]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χῐονώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[χιόνι]], [[χιονώδης]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χιονώδης:'''<br /><b class="num">1)</b> [[покрытый снегом]], [[снежный]] ([[Θρῄκη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[белоснежный]] (θέρμων [[βόλβα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χιον-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[snow]], [[snowy]], Eur.
|mdlsjtxt=χιον-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like [[snow]], [[snowy]], Eur.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονώδης Medium diacritics: χιονώδης Low diacritics: χιονώδης Capitals: ΧΙΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: chionṓdēs Transliteration B: chionōdēs Transliteration C: chionodis Beta Code: xionw/dhs

English (LSJ)

ες, snowy, Hp.Epid.3.2, E.Hec.81 (anap.), A.R.1.826, Nic.Al.150, Call.Fr.1.53P.; βόλβα AP11.410 (Luc.); αἶγες Orac. ap.D.S.7.16.

German (Pape)

[Seite 1357] ες, zsgzgn statt χιονοειδής; Θρῄκη Eur. Hec. 81; sp. D., wie Nonn. D. 10, 10.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: χιών, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

χιονώδης:
1) покрытый снегом, снежный (Θρῄκη Eur.);
2) белоснежный (θέρμων βόλβα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χιονοειδής, πλήρης χιόνων, ἢ ὅμοιος χιόνι, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1082· χιονώδης Θρῂκη Εὐρ. Ἑκ. 81.

Greek Monolingual

-ες / χιονώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χιών, χιόνος]
1. γεμάτος χιόνια (α. «χιονώδης καιρός» β. «χειμὼν χιονώδης», Γεωπ.
γ. «χιωνῶδες χωρίον», Πολυδ.)
2. όμοιος με χιόνι, χιονόλευκος, χιονάτος.

Greek Monotonic

χῐονώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με χιόνι, χιονώδης, σε Ευρ.

Middle Liddell

χιον-ώδης, ες εἶδος
like snow, snowy, Eur.