χειρότερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[χείρων]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[χείρων]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειρότερος:''' эп. = [[χείρων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειρότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί [[χείρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''χειρότερος:''' -α, -ον, Επικ. αντί [[χείρων]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειρότερος:''' эп. = [[χείρων]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειρότερος]], η, ον [epic for [[χείρων]], Il., Hes.]
|mdlsjtxt=[[χειρότερος]], η, ον [epic for [[χείρων]], Il., Hes.]
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρότερος Medium diacritics: χειρότερος Low diacritics: χειρότερος Capitals: ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: cheiróteros Transliteration B: cheiroteros Transliteration C: cheiroteros Beta Code: xeiro/teros

English (LSJ)

η, ον, Ep. for χείρων, Il.15.513, 20.436, Hes.Op.127, Parm.8.24, etc.

German (Pape)

[Seite 1346] poet. comp. = χείρων, Hom. u. Hes.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. χείρων.

Russian (Dvoretsky)

χειρότερος: эп. = χείρων.

Greek (Liddell-Scott)

χειρότερος: -α, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ χείρων, ὑπ’ ἀνδράσι χειροτέροισιν Ἰλ. Ο. 513, Υ. 436, Ἡσίοδ., κλπ.

English (Autenrieth)

= χείρων, Il. 20.436 and Il. 15.513.

Greek Monolingual

-η, -ο / χειρότερος, -τέρα, -ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α
πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ' ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «τόσο το χειρότερο» — ακόμη χειρότερα
β) «όποιος δεν δει τα χειρότερα δεν θυμάται τα καλύτερα» — η σωστή εκτίμηση μιας κατάστασης γίνεται όταν τα πράγματα χειροτερέψουν.
επίρρ...
χειρότερα Ν
1. πιο κακά, πιο άσχημα, σε χαμηλότερη αξία ή ποιότητα
2. φρ. «και μη χειρότερα» — έκφραση σχετλιασμού για κάτι πολύ δυσάρεστο ή πολύ περίεργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων.

Greek Monotonic

χειρότερος: -α, -ον, Επικ. αντί χείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

χειρότερος, η, ον [epic for χείρων, Il., Hes.]