χρόμαδος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />frémissement <i>ou</i> craquement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χρεμετίζω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />frémissement <i>ou</i> craquement.<br />'''Étymologie:''' cf. [[χρεμετίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρόμᾰδος:''' ὁ [[скрип]], [[скрежет]] (γενύων Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρόμᾰδος:''' ὁ, [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[χρόμαδος]] γενύων, λέγεται για πυγμαχικό αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
|lsmtext='''χρόμᾰδος:''' ὁ, [[θορυβώδης]] [[ήχος]], [[χρόμαδος]] γενύων, λέγεται για πυγμαχικό αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. [[λέξη]]).
}}
{{elru
|elrutext='''χρόμᾰδος:''' ὁ [[скрип]], [[скрежет]] (γενύων Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμᾰδος Medium diacritics: χρόμαδος Low diacritics: χρόμαδος Capitals: ΧΡΟΜΑΔΟΣ
Transliteration A: chrómados Transliteration B: chromados Transliteration C: chromados Beta Code: xro/mados

English (LSJ)

ὁ, crashing sound, χ. γενύων, in a pugilistic contest, Il. 23.688. (From the same Root as χρεμ-ετίζω, χρέμ-πτομαι.)

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, ein knirschendes, knarrendes Geräusch, Knirschen, γενύων Il. 23, 688; verwandt mit χρεμετίζω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
frémissement ou craquement.
Étymologie: cf. χρεμετίζω.

Russian (Dvoretsky)

χρόμᾰδος:скрип, скрежет (γενύων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

χρόμαδος: ὁ, ποιὸς ἦχος, ψόφος, δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ’, «ποιὸς ἦχος τοῦ χρωτὸς τῶν σιαγόνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 688. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ᾗς καὶ τὰ χρεμετίζω, χρέμπτομαι).

English (Autenrieth)

grinding sound, Il. 23.688†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κυρίως ως όρος στην πάλη) κρότος προερχόμενος από σύγκρουση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός από την ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω «χλιμιντρίζω» και επίθημα -(α)δος (πρβλ. κέλ-αδος, ὀρυμαγδός)].

Greek Monotonic

χρόμᾰδος: ὁ, θορυβώδης ήχος, χρόμαδος γενύων, λέγεται για πυγμαχικό αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).

Middle Liddell

χρόμᾰδος, ὁ,
a crashing sound, χρ. γενύων, of a pugilistic contest, Il. [Formed from the sound.]

Frisk Etymology German

χρόμαδος: χρόμις, χρόμος
{khrómados}
See also: s. χρεμετίζω.
Page 2,1122