χόρτασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fourrage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourriture NT.<br />'''Étymologie:''' [[χορτάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> fourrage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourriture NT.<br />'''Étymologie:''' [[χορτάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χόρτασμα:''' ατος τό только pl. корм, еда Plat. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χόρτασμα:''' -ατος, τό, [[σανός]], [[τροφή]], [[ζωοτροφή]]· [[τροφή]] για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''χόρτασμα:''' -ατος, τό, [[σανός]], [[τροφή]], [[ζωοτροφή]]· [[τροφή]] για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''χόρτασμα:''' ατος τό только pl. корм, еда Plat. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χόρτασμα Medium diacritics: χόρτασμα Low diacritics: χόρτασμα Capitals: ΧΟΡΤΑΣΜΑ
Transliteration A: chórtasma Transliteration B: chortasma Transliteration C: chortasma Beta Code: xo/rtasma

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in plural, A fodder, forage, for cattle, Plb.9.4.3, D.S.20.42, Phylarch.36 J., LXX Ge. 24.25, 32, al. 2 food for men, Act.Ap.7.11 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1367] τό, das Futter; Pol. 9, 4,3; N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 fourrage;
2 p. ext. nourriture NT.
Étymologie: χορτάζω.

Russian (Dvoretsky)

χόρτασμα: ατος τό только pl. корм, еда Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

χόρτασμα: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χόρτος, τροφὴ τῶν ζῴων, Πολύβ. 9. 4, 3, Διόδ. 20. 42, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 607Α, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 25, 32, κ. ἀλλ. 2) τροφὴ τῶν ἀνθρώπων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ζ΄, 11, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 11.

English (Strong)

from χορτάζω; forage, i.e. food: sustenance.

English (Thayer)

χορτασματος, τό (χορτάζω), feed, fodder, for animals (the Sept.; Polybius, Diodorus, Plutarch, others); food (vegetable) sustenance, whether for men or flocks: plural Acts 7:11.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και χόρταμα Ν χορτάζω
νεοελλ.
χορτασμός
αρχ.
1. η τροφή του ανθρώπου («καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν», ΚΔ)
2. συν. στον πληθ. τὰ χορτάσματα
οι ζωοτροφές («τὰ ἄχυρα καὶ χορτάσματα», ΠΔ).

Greek Monotonic

χόρτασμα: -ατος, τό, σανός, τροφή, ζωοτροφή· τροφή για ανθρώπους, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

χόρτασμα, ατος, τό,
fodder, forage: food for men, NTest.

Chinese

原文音譯:cÒrtasma 何而他士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:飼料(果效)
字義溯源:糧草,糧,土產,穀物,秣料;源自(χορτάζω)=餵飽),而 (χορτάζω)出自(χόρτος)*=場)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 糧食(1) 徒7:11