χρυσεόδμητος: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait <i>litt.</i> bâti d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέμω]].
|btext=ος, ον :<br />fait <i>litt.</i> bâti d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[δέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσεόδμητος:''' [[varia lectio|v.l.]] χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσεόδμητος:''' -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''χρῡσεόδμητος:''' -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσεόδμητος:''' [[varia lectio|v.l.]] χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χρῡσεό-δμητος, ον,<br />formed of [[gold]], Aesch.
|mdlsjtxt=χρῡσεό-δμητος, ον,<br />formed of [[gold]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόδμητος Medium diacritics: χρυσεόδμητος Low diacritics: χρυσεόδμητος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: chryseódmētos Transliteration B: chryseodmētos Transliteration C: chryseodmitos Beta Code: xruseo/dmhtos

English (LSJ)

ον, built or formed of gold, A.Ch. 617 (lyr., but Herm. χρυσεοκμήτοισι, gold-wrought).

German (Pape)

[Seite 1379] l. d. für χρυσεόκμητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait litt. bâti d'or.
Étymologie: χρυσός, δέμω.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόδμητος: v.l. χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + -δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό-δμητος, ενώ ο τ. χρυσεόκμητος με β' συνθετικό -κμητος < κάμνω «κάνω, φτειάχνω», (πρβλ. σιδηρό-κμητος)].

Greek Monotonic

χρῡσεόδμητος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χρῡσεό-δμητος, ον,
formed of gold, Aesch.