χιονόχρως: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[χρώς]]. | |btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.<br />'''Étymologie:''' [[χιών]], [[χρώς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χιονόχρως:''' χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ. | |lsmtext='''χῐονόχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δέρμα]] [[λευκό]] σαν το [[χιόνι]], [[χιονόλευκος]], λέγεται για κύκνο, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />with [[snow]]-[[white]] [[skin]]: [[snow]]-[[white]], of a [[swan]], Eur. | |mdlsjtxt=χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />with [[snow]]-[[white]] [[skin]]: [[snow]]-[[white]], of a [[swan]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, snow-white, of a swan, E.Hel.215 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1357] ωτος, u. οος, mit schneeweißer Haut, Eur. Hel. 216, übh. schneeweiß.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
de la couleur de la neige, de la blancheur de la neige.
Étymologie: χιών, χρώς.
Russian (Dvoretsky)
χιονόχρως: χρωτος adj. белоснежный: χ. κύκνου πτερῷ Eur. сверкая белизной лебединого оперения.
Greek (Liddell-Scott)
χιονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων σῶμα λευκὸν ὡς ἡ χιών, χιονόλευκος, ἐπὶ τοῦ κύκνου, Εὐρ. Ἑλ. 216.
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χιονόχροος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρό-χρως, μολυβδό-χρως].
Greek Monotonic
χῐονόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δέρμα λευκό σαν το χιόνι, χιονόλευκος, λέγεται για κύκνο, σε Ευρ.
Middle Liddell
χιονό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,
with snow-white skin: snow-white, of a swan, Eur.