ἀκρασία: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὐκρασία]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀκράτεια]].
|btext=<span class="bld">1</span>ας (ἡ) :<br />intempérie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρατος]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[εὐκρασία]].<br /><span class="bld">2</span>ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀκράτεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾰσία:''' ἡ Xen., Plat., Arst. etc. = [[ἀκράτεια]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾱσία:''' ἡ (ἄκρᾱτος), κακή [[μείξη]], κακή [[θερμοκρασία]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''ἀκρᾱσία:''' ἡ (ἄκρᾱτος), κακή [[μείξη]], κακή [[θερμοκρασία]], σε Θεόφρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρᾰσία:''' ἡ Xen., Plat., Arst. etc. = [[ἀκράτεια]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱσία Medium diacritics: ἀκρασία Low diacritics: ακρασία Capitals: ΑΚΡΑΣΙΑ
Transliteration A: akrasía Transliteration B: akrasia Transliteration C: akrasia Beta Code: a)krasi/a

English (LSJ)

(A), Ion. ἀκρησίη, ἡ, (ἄκρατος) A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος = an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.
ἀκρᾰσία (B), Ion. ἀκρασίη, A = ἀκράτεια, Archil.Supp.2.10, Democr. 234, D.2.18, X.Mem.4.5.6, Isoc.15.221 (pl.), Arist.EN1145a16, Men. 544, Ev.Matt.23.25, etc.; βρώσιος Dialex.1.3.

Spanish (DGE)

(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκρασίη Hippon.194.12
I debilidad, impotencia, agotamiento κύων ... κείμενος ἀκρασίῃ Hippon.l.c., cf. Hp.Coac.166.
II 1sent. social indisciplina, intemperancia πόλεως Arist.Pol.1310a19, del ejército, Plb.1.66.6.
2 sent. individual falta de dominio, desenfreno, incontinencia op. σωφροσύνη Democr.B 234, X.Mem.4.5.7, D.26.25, Pl.Grg.525a, ἀ. παρακολουθεῖ τῇ ἀφροσύνῃ Arist.VV 1251a2, cf. Men.Fr.631.3, Eu.Matt.23.25, Asoka Edict.9, c. gen. ἀ. βρώσιος Dialex.1, βίου D.2.18, ἡδονῶν Pl.Lg.886a, λόγου Thphr.Char.7.1, γλώττης Plu.2.10f, c. prep. πρὸς τὸ λαλεῖν Plu.Lyc.19, πρὸς τὰς ὠφελείας Plb.4.6.10
libertinaje, vicio Plb.15.25.25, διδάσκαλοι ἀκρασίας Ph.1.685.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ησίη Hp.VM 7
mezcla mal templada, insana c. gen. χυμῶν ἀ. Hp.VM 18, cf. Hp.VM 7, D.C.77.11.7.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
intempérie.
Étymologie: ἄκρατος.
Ant. εὐκρασία.
2ας (ἡ) :
c. ἀκράτεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾰσία: ἡ Xen., Plat., Arst. etc. = ἀκράτεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾱσία: ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ μῖξις, κακὴ σύγκρασις θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ εὐκρασία, ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10.

English (Strong)

from ἀκρατής; want of self-restraint: excess, incontinency.

English (Thayer)

(ας, ἡ (ἀκρατής), want of self-control, incontinence, intemperance: ἀδικία); Lob. ad Phryn., p. 524f. (Aristotle on.))

Greek Monolingual

(I)
η (Α ἀκρασία) ἄκρατος
κακή, ανθυγιεινή μίξη και κυρίως κακή σύσταση τών χυμών του σώματος, δυσκρασία
αρχ.
η μη υγιεινή σύσταση του αέρα, νοσηρό, ανθυγιεινό κλίμα.
(II)
ἀκρασία, η (Α)
η ακράτεια.
(III)
ἀκρασία, η (Μ)
έλλειψη κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + ουσ. κρασί, με επίδραση της λ. ἀφαγία.

Greek Monotonic

ἀκρᾱσία: ἡ (ἄκρᾱτος), κακή μείξη, κακή θερμοκρασία, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

ἄκρατος
bad mixture, ill temperature, Theophr.

Chinese

原文音譯:¢kras⋯a 阿-克拉西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:不-握住(著)
字義溯源:無自制能力,縱容自己,放蕩,情不自禁;源自(ἀκρατής)=無能力);由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κράτος)*=權力)組成
出現次數:總共(2);太(1);林前(1)
譯字彙編
1) 情不自禁(1) 林前7:5;
2) 放蕩(1) 太23:25