ἀκόνιτος: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans poussière, sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κονίω]].
|btext=ος, ον :<br />sans poussière, sans combat, sans effort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κονίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόνῑτος:''' ὁ Anth. = [[ἀκόνιτον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκόνῑτος:''' -ον ([[κόνις]]), ο [[χωρίς]] κονιορτό, [[σκόνη]].
|lsmtext='''ἀκόνῑτος:''' -ον ([[κόνις]]), ο [[χωρίς]] κονιορτό, [[σκόνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκόνῑτος:''' ὁ Anth. = [[ἀκόνιτον]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόνις]]<br />without [[dust]].
|mdlsjtxt=[[κόνις]]<br />without [[dust]].
}}
}}

Revision as of 17:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόνῑτος Medium diacritics: ἀκόνιτος Low diacritics: ακόνιτος Capitals: ΑΚΟΝΙΤΟΣ
Transliteration A: akónitos Transliteration B: akonitos Transliteration C: akonitos Beta Code: a)ko/nitos

English (LSJ)

ον, (κονίω)
without dust, combat or struggle, Q.S.4.319.
II f.l. for ἀκώνητος, Dsc.1.7; for κωνικός, Arist.GA739b12.

Spanish (DGE)

(ἀκόνῑτος) -ον
• Grafía: graf. -νη- Hsch.
1 carente de polvo e.e. carente de esfuerzo ἔλαβον ἀκόνιτον ἄεθλον Q.S.4.319.
2 adv. ἀκονίτως = sin esfuerzo Hsch. < ἀκόνῑτος ἄκονοι· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ
1 bot. antora, Aconitum anthora L., prob. Euph.56.
2 veneno extraído de la planta AP 11.123 (Hedyl.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans poussière, sans combat, sans effort.
Étymologie: , κονίω.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόνῑτος: ὁ Anth. = ἀκόνιτον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόνῑτος: -ον, (κονίω) ἄνευ κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = ἀκώνιστος, Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

ἀκόνιτος, -ον (Α) κονίω
1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη του στίβου ή της παλαίστρας
2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο.

Greek Monotonic

ἀκόνῑτος: -ον (κόνις), ο χωρίς κονιορτό, σκόνη.

Middle Liddell

κόνις
without dust.