ἀμέριστος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non partagé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μερίζω]].
|btext=ος, ον :<br />non partagé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μερίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέριστος:''' [[неделимый]] ([[οὐσία]] Plat., Arst., Plut., Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο».
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμέριστος]], -ον) [[μερίζω]]<br />αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, [[αδιαίρετος]], [[αμοίραστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακέραιος]], [[ολόκληρος]], [[απεριόριστος]]<br />«έχεις αμέριστη την [[αγάπη]] μου», «το [[ενδιαφέρον]] μου [[είναι]] αμέριστο».
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμέριστος:''' [[неделимый]] ([[οὐσία]] Plat., Arst., Plut., Sext.).
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέριστος Medium diacritics: ἀμέριστος Low diacritics: αμέριστος Capitals: ΑΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: améristos Transliteration B: ameristos Transliteration C: ameristos Beta Code: a)me/ristos

English (LSJ)

ον,
A undivided, indivisible, Pl.Tht.205c, Ti.35a, Dam. ap. Simp.in Ph.625.4, Procl.Theol.Plat.1.4: Comp., Id.Inst.62. Adv. ἀμερίστως = indivisibly Iamb.Myst.1.9, Jul.Or.4.157a, Syrian.in Metaph.107.6.
II Astrol., in act. sense, not imparting, ἀστέρες ἀ. τῶν ἰδίων ἀγαθῶν Vett.Val.64.3.

Spanish (DGE)

-ον
I no dividido, entero θυσίαι sacrificios de víctimas enteras, holocaustos Ph.1.184
fig. ἀγαπᾶτε ἐν ἀμερίστῳ καρδίᾳ amad con todo el corazón Ign.Tr.13.2.
II 1fil. indivisible, simple gener. de abstractos οὐσία Pl.Ti.35a, cf. 37a, Plu.2.1022e, 1025b, Ptol.Iudic.16.10, (τὸ ἄπειρον) ἀμέριστον ἄρα καὶ ἀδιαίρετον Arist.Metaph.1066b17, ὁμόνοια IG 5(2).268.34 (Mantinea I a.C.), τὸ διανοητικόν Ptol.Iudic.21.6, φύσις Dam. en Simp.in Ph.625.4, (ἡ φύσις) τῶν ἀμερίστων μεριστά προτείνει (la naturaleza) en vez de seres indivisibles nos presenta seres divisibles Procl.Theol.Plat.1.21.11, ἔκ τε τᾶς ἀμερίστω μορφᾶς καὶ τᾶς μεριστᾶς οὐσίας Ti.Locr.95e, καίτοι δύναμιν ἄπειρον ἔχοντες καὶ ἀμέριστον καὶ ἀπερίληπτον aun teniendo (los dioses) un poder ilimitado, indivisible, inaprensible Iambl.Myst.1.9, πνεῦμα Synes.Hymn.4.21, cf. tb. Poll.4.176, Procl.Inst.62
de la sílaba κατὰ τὸν νῦν λόγον μία τις ἰδέα ἀμέριστος συλλαβὴ ἂν εἴη según este razonamiento la sílaba sería una forma única e indivisible Pl.Tht.205c, cf. d.
2 ret. sencillo, simple τῷ Ἀττικῷ σχήματι κέχρηται, τῷ καλουμένῳ ἀμερίστῳ· ἀμέριστον δέ ἐστιν ... usa la figura ática, la llamada sencilla, y es sencilla (porque emplea μέν sin la contrapartida del δέ) Olymp.in Grg.14.16, cf. tb. Sch.Pl.Grg.465d.
III 1que no divide una herencia δύο ἀδελφοὶ ... ἀμέριστοι τὴν ὑπόστασιν Ephr.Syr.3.XXVE
astrol. que no reparte, que no dispensa c. gen. ἀμέριστοι τῶν ἰδίων Vett.Val.64.3.
2 que no distingue, que no hace distingos ἀλλὰ γὰρ ἔτι τῶν ἀδιαιρέτων καὶ ἀμερίστων λόγων ἐπικρατούντων pero mientras nos dominen los razonamientos no analizados y que no distinguen Ph.1.517, (ἀγάπη) ἀμέριστός ἐστιν ἐν πᾶσιν, ἀδιάκριτος, κοινωνική (la caridad) nunca hace distingos, es indiscriminada, comunitaria Clem.Al.Strom.2.18.87.
IV adv. ἀμερίστως = indivisiblemente, sin partes Iul.Or.11.157a, (φῶς) ἀμερίστως τε πάρεστι πᾶσι (la luz) se presenta indivisiblemente a todos Iambl.Myst.1.9, cf. Origenes Cels.8.4, Syrian.in Metaph.107.6, Synes.Hymn.9.80.

German (Pape)

[Seite 122] ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non partagé.
Étymologie: , μερίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμέριστος: неделимый (οὐσία Plat., Arst., Plut., Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέριστος: -ον, ἀδιαίρετος, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ διαιρεθῇ, ἄτομος, Πλάτ. Θεαίτ. 205C, Τίμ. 35Α, Ἀριστ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἰάμβλ., κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμέριστος, -ον) μερίζω
αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος
νεοελλ.
ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος
«έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο».