ἀνάδοχος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον (ὁ, ἡ)<br />caution, répondant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέχομαι]]. | |btext=ος, ον (ὁ, ἡ)<br />caution, répondant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δέχομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάδοχος:''' ὁ [[поручитель]], [[порука]] (τινος Men., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Μ [[ἀνάδοχος]], Α [[ἀνάδοχος]], -ον) [[ἀναδέχομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δέχεται στην [[αγκαλιά]] του το βαπτιζόμενο [[βρέφος]] από την κολυμπήθρα, ο [[νονός]]<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[εγγυητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει την [[εκτέλεση]] κάποιου έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνάδοχον</i><br />[[εγγύηση]], [[ασφάλεια]]. | |mltxt=ο (Μ [[ἀνάδοχος]], Α [[ἀνάδοχος]], -ον) [[ἀναδέχομαι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δέχεται στην [[αγκαλιά]] του το βαπτιζόμενο [[βρέφος]] από την κολυμπήθρα, ο [[νονός]]<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> [[εγγυητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναλαμβάνει την [[εκτέλεση]] κάποιου έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνάδοχον</i><br />[[εγγύηση]], [[ασφάλεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A taking upon oneself, giving security for, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀ. τῶν χρημάτων Men.516. II as substantive, security, surety, D.H.6.84, Plu.Dio18; τῆς φιλίας Κύπρις ἀ. PGrenf.1.1; περί, ὑπέρ τινος, Phalar.Ep.22,38.
Spanish (DGE)
-ον
garante, fiador τῶν χρημλάτων Men.Fr.449, τῶν ὁμολογουμένων Plu.Dio 18, cf. D.H.6.84, POxy.1489.7 (III a.C.), Stud.Pal.20.139.2 (VI a.C.)
•c. ὑπέρ o περί más gen. ἀ. ὑπὲρ τηλικούτου πράγματος Phalar.Ep.38, ἀ. ... περὶ τοῦ μηδὲν ἐμὲ κατ' αὐτοῦ πονηρὸν πεπιστευκέναι Phalar.Ep.22
•fig. fiador, responsable τῆς φιλίης Κύπρις ἐστι ἀ. Lyr.Alex.Adesp.1.3, del padrino del bautismo, Dion.Ar.EH M.3.396C.
German (Pape)
[Seite 187] ὁ, der Bürge, Plut. Dion. 18; Dion. H. 6, 84; τῶν χρημάτων, Men. bei Suid.
French (Bailly abrégé)
ος, ον (ὁ, ἡ)
caution, répondant.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάδοχος: ὁ поручитель, порука (τινος Men., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδοχος: -ον, ἐγγυητής, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀν. τῶν χρημάτων Μενάνδρ. ἐν «Χήρᾳ» 3. ΙΙ. ἐγγύησις, ἐνέχυρον, Διον. Ἁλ. 6. 84, Πλουτ. Δίων 18. - ὁ ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τόν βαπτιζόμενον, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνάδοχος, Α ἀνάδοχος, -ον) ἀναδέχομαι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δέχεται στην αγκαλιά του το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, ο νονός
αρχ.-νεοελλ. εγγυητής
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση κάποιου έργου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνάδοχον
εγγύηση, ασφάλεια.