ἀναβατός: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />où l'on peut monter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]]. | |btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />où l'on peut monter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναβᾰτός:''' поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный ([[πόλις]], [[οὐρανός]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναβᾰτός:''' Επικ. [[ἀμβατός]], <i>-όν</i> ([[ἀναβαίνω]]), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]], [[εύκολος]] την [[αναρρίχηση]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἀναβᾰτός:''' Επικ. [[ἀμβατός]], <i>-όν</i> ([[ἀναβαίνω]]), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]], [[εύκολος]] την [[αναρρίχηση]], σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναβαίνω]]<br />to be [[mounted]] or scaled, [[easy]] to be scaled, Hom. | |mdlsjtxt=[[ἀναβαίνω]]<br />to be [[mounted]] or scaled, [[easy]] to be scaled, Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἀμβατός, όν, to be mounted or to be scaled, easy to be scaled, Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.
Spanish (DGE)
(ἀναβᾰτός) -όν
• Alolema(s): poét. ἀμβᾰτός Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27; ἄμβᾰτος Hes.Op.681
1 que puede ser escalado, accesible πόλις Il.6.434, οὐρανός Od.11.316, de una altura, I.AI 3.76, de un templo, I.BI 5.195.
2 accesible, navegable θάλασσα Hes.Op.681.
German (Pape)
[Seite 181] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
poét. ἀμβατός, ός, όν :
où l'on peut monter.
Étymologie: ἀναβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβᾰτός: поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный (πόλις, οὐρανός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβατός: Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος ἔνζυμος, «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = ἄζυμος, Δουκάγγ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναβατός, -ή, -ὸν)
αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς
(νεοελλ. και ανεβατός, -ή, -ό) (για το ψωμί) αυτό που ζυμώθηκε με προζύμι, ο ένζυμος άρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. ανάβατος].
και ανάβατος, -η, -ο
1. αυτός πάνω στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»
2. (για το ψωμί) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε ακόμη, λειψανάβατο, λειψό
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάβατο
προζύμι, φύραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβατός. Το αρκτικό α- πήρε τη στερ. σημασία του από τον αναβιβασμό του τόνου].
Greek Monotonic
ἀναβᾰτός: Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.