ἀναπόδοτος: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht wieder zu erstatten, ohne Entgelt. Bei Gramm. τὸ ἀν., = ἀνανταπόδοτον, s. Schol. Ar. Av. 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] nicht wieder zu erstatten, ohne Entgelt. Bei Gramm. τὸ ἀν., = ἀνανταπόδοτον, s. Schol. Ar. Av. 7. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναπόδοτος:''' [[не подлежащий возврату]] ([[δόσις]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀναπόδοτος]], -ον) [[ἀποδίδωμι]]<br />αυτός που δεν δόθηκε [[πίσω]], δεν επιστράφηκε, ο [[ανεπίστρεπτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αναπόδοτο</i>(<i>ν</i>) ή <i>ανανταπόδοτο</i>(<i>ν</i>) ή <i>ανακόλουθο</i>(<i>ν</i>) [[σχήμα]]<br /><b>βλ.</b> [[ανανταπόδοτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να διατυπωθεί με κατάλληλες φράσεις, ο [[αμετάφραστος]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἀναπόδοτος]], -ον) [[ἀποδίδωμι]]<br />αυτός που δεν δόθηκε [[πίσω]], δεν επιστράφηκε, ο [[ανεπίστρεπτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αναπόδοτο</i>(<i>ν</i>) ή <i>ανανταπόδοτο</i>(<i>ν</i>) ή <i>ανακόλουθο</i>(<i>ν</i>) [[σχήμα]]<br /><b>βλ.</b> [[ανανταπόδοτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να διατυπωθεί με κατάλληλες φράσεις, ο [[αμετάφραστος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not given back, not returned, ἀναπόδοτος δόσις ἡ δωρεά Arist. Top.125a18; ἀργύριον ἀναπόδοτον δόντα not to be repaid, CIG(add.) 4278k (Xanthus), cf. 4300o (Limyra), PTeb.105.20 (ii B. C.), PRyl.171.16 (i A. D.); σῖτον Inscr.Prien.108.58. II τὸ ἀναπόδοτον = ἀνανταπόδοτον, Sch.Ar.Av.7, cf. Simp.in Ph.45.11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no pagado, no devuelto, ἀπό δοσιν ... ἣν ... μέχρι νῦν ἀναπόδοτον εἶ[ν] αι SB 5761.13 (I d.C.).
2 que no hay que pagar o devolver ἡ δωρεὰ δόσις ἐστὶν ἀναπόδοτος Arist.Top.125a18, ἀργύριον TAM 2.539.4 (Arsada), cf. CIG 4300 o (Limira), PTeb.105.20 (II d.C.), PRyl.171.16 (I d.C.), (δραχμάς) ἀναποδότους εἰς λόγον δαπανῶν PLond.932.4, 13 (III d.C.), σῖτος IPr.108.58.
II gram. sin apódosis Sch.Ar.Au.7, cf. Simp.in Ph.45.11.
German (Pape)
[Seite 203] nicht wieder zu erstatten, ohne Entgelt. Bei Gramm. τὸ ἀν., = ἀνανταπόδοτον, s. Schol. Ar. Av. 7.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόδοτος: не подлежащий возврату (δόσις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδοτος: -ον, ὁ μὴ ἀνταποδιδόμενος, ἡ δωρεὰ δόσις ἐστὶν ἀναπόδοτος Ἀριστ. Τοπ. 4. 4. 11· ἀργύριον ἀν. δόντα, ὅπερ νὰ μὴ ἀποδοθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 4278Κ, πρβλ. 4300ο. ΙΙ. τὸ ἀναπόδοτον = ἀνανταπόδοτον, Schäf. Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 48, 958.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, -ον) ἀποδίδωμι
αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα
βλ. ανανταπόδοτος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να διατυπωθεί με κατάλληλες φράσεις, ο αμετάφραστος.