ἀνεθέλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non voulu, qu’on supporte avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐθέλω]].
|btext=ος, ον :<br />non voulu, qu’on supporte avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐθέλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεθέλητος:''' [[нежеланный]], [[неприятный]] ([[συμφορά]] Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεθέλητος:''' -ον ([[ἐθέλω]]), [[ανεπιθύμητος]], μη [[ευπρόσδεκτος]], [[απευκταίος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνεθέλητος:''' -ον ([[ἐθέλω]]), [[ανεπιθύμητος]], μη [[ευπρόσδεκτος]], [[απευκταίος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεθέλητος:''' [[нежеланный]], [[неприятный]] ([[συμφορά]] Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐθέλω]]<br />unwished for, [[unwelcome]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἐθέλω]]<br />unwished for, [[unwelcome]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεθέλητος Medium diacritics: ἀνεθέλητος Low diacritics: ανεθέλητος Capitals: ΑΝΕΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anethélētos Transliteration B: anethelētos Transliteration C: anethelitos Beta Code: a)neqe/lhtos

English (LSJ)

ον, unwished for, unwelcome, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88; ἀ. γίνεταί τι ib.133.

Spanish (DGE)

-ον
1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.
2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.

German (Pape)

[Seite 220] unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non voulu, qu’on supporte avec peine.
Étymologie: , ἐθέλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεθέλητος: нежеланный, неприятный (συμφορά Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεθέλητος: -ον, ὃν δὲν θέλει τις, ἀβούλητος, ἀπροαίρετος, ἀπευκταῖος, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι αὐτόθι 133: πρβλ. ἀναγκαῖος· ἀκούσιος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. ἄνευ θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε ἄνθρωπος ἀνεθέλητος» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεθέλητος, -ον)
1. ανεπιθύμητος, απευκταίος
2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος.

Greek Monotonic

ἀνεθέλητος: -ον (ἐθέλω), ανεπιθύμητος, μη ευπρόσδεκτος, απευκταίος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐθέλω
unwished for, unwelcome, Hdt.