ἀναχάσκω: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>att. p.</i> [[ἀναχαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χάσκω]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>att. p.</i> [[ἀναχαίνω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[χάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχάσκω:''' (только praes. Arph. и impf. Luc.) = [[ἀναχαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναχάσκω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *[[ἀναχαίνω]], μέλ. <i>-χᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἀνέχᾰνον</i>, παρακ. -[[κέχηνα]]· [[ανοίγω]] το [[στόμα]], [[χάσκω]] με ανοιχτό [[στόμα]], σε Αριστοφ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀναχάσκω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *[[ἀναχαίνω]], μέλ. <i>-χᾰνοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>ἀνέχᾰνον</i>, παρακ. -[[κέχηνα]]· [[ανοίγω]] το [[στόμα]], [[χάσκω]] με ανοιχτό [[στόμα]], σε Αριστοφ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναχάσκω:''' (только praes. Arph. и impf. Luc.) = [[ἀναχαίνω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf., the [[other]] tenses [[being]] formed from *[[ἀναχαίνω]]<br />to [[open]] the [[mouth]], [[gape]] [[wide]], Ar., Luc.
|mdlsjtxt=only in pres. and imperf., the [[other]] tenses [[being]] formed from *[[ἀναχαίνω]]<br />to [[open]] the [[mouth]], [[gape]] [[wide]], Ar., Luc.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχάσκω Medium diacritics: ἀναχάσκω Low diacritics: αναχάσκω Capitals: ΑΝΑΧΑΣΚΩ
Transliteration A: anacháskō Transliteration B: anachaskō Transliteration C: anachasko Beta Code: a)naxa/skw

English (LSJ)

only pres. and impf., Ar.Av.502, Fr.68, Luc.VH2.1; poet. ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. Αναχαίνω, fut. -χᾰνοῦμαι Hp.Superf.29: aor. 2 ἀνέχᾰνον: pf. ἀνακέχηνα:—open the mouth, gape wide, ἀναχανὼν μέγα Ar.Eq.641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.Nat.Mul.45.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poet. ἀγχ- Pherecr.196
abrir la boca Ar.Au.502, Fr.68, Pherecr.l.c., Luc.VH 2.1
medic. abrirse del cuello de la matriz, Alcmaeo B 3, Hp.Superf.32, Vict.1.30.

German (Pape)

[Seite 215] = ἀναχαίνω, nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
att. p. ἀναχαίνω.
Étymologie: ἀνά, χάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναχάσκω: (только praes. Arph. и impf. Luc.) = ἀναχαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχάσκω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. ἀναχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· στόμα ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.

Greek Monolingual

ἀναχάσκω)
νεοελλ.
1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω
2. γελώ δυνατά
αρχ.
έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω.

Greek Monotonic

ἀναχάσκω: μόνο στον ενεστ. και παρατ. οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το *ἀναχαίνω, μέλ. -χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἀνέχᾰνον, παρακ. -κέχηνα· ανοίγω το στόμα, χάσκω με ανοιχτό στόμα, σε Αριστοφ., Λουκ.

Middle Liddell

only in pres. and imperf., the other tenses being formed from *ἀναχαίνω
to open the mouth, gape wide, Ar., Luc.