ἀνοιστέος: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀναφέρω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἀναφέρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνοιστέος:''' adj. verb. к [[ἀναφέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνοιστέος]], -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρέπει]] να αναφερθεί<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>ανοιστέον</i><br />α) [[πρέπει]] [[κανείς]] να κάνει φανερό<br />β) [[πρέπει]] να αναφέρει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανοίσω</i>, μέλλ. του [[αναφέρω]]]. | |mltxt=[[ἀνοιστέος]], -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[πρέπει]] να αναφερθεί<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) <i>ανοιστέον</i><br />α) [[πρέπει]] [[κανείς]] να κάνει φανερό<br />β) [[πρέπει]] να αναφέρει [[κάποιος]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανοίσω</i>, μέλλ. του [[αναφέρω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀναφέρω]],]<br />one must [[report]], Soph., Eur.:— one must [[refer]], τι πρός τι Plut. | |mdlsjtxt=verb. adj. of [[ἀναφέρω]],]<br />one must [[report]], Soph., Eur.:— one must [[refer]], τι πρός τι Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A to be referred, E.Fr.970. II ἀνοιστέον one must carry back or report, S.Ant.272, E.HF1221:—one must refer, τι πρός τι Plu. Phoc.5; ἐπί τι Thphr.CP4.11.8.
Spanish (DGE)
-ον
1 hay que referir σοὶ τοὔργον S.Ant.272, ἐκεῖσ' ἀ., ὅτ' ... hay que referirse a aquella ocasión en que ... E.HF 1221
•tb. concertado ἀνοιστέος λόγος palabras que han de ser referidas E.Fr.970.
2 hay que atribuirlo ἐπὶ τὴν χώραν Thphr.CP 4.11.8, πρὸς τὸ ἦθος Plu.Phoc.5.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἀναφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοιστέος: adj. verb. к ἀναφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, πρέπει τις νὰ ἀνενεχθῇ, ἀλλ’ ἀνοιστέος ὁ λόγος ... ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑπόθεσιν Εὐρ. παρὰ Πλουτ. 2. 431Α. ΙΙ. ἀνοιστέον, πρέπει τις ν’ ἀναφέρῃ νὰ ποιήσῃ φανερόν, ἦν δ’ ὁ μῦθος ὡς ἀνοιστέον σοὶ τοὔργον εἴη τοῦτο κοὐχὶ κρυπτέον Σοφ. Ἀντ. 272, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1221: - πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, νὰ ἀναγάγῃ, τι πρός τι Πλουτ. Φωκ. 5· ἐπί τι Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 11. 8.
Greek Monolingual
ἀνοιστέος, -α, -ον (ρημ. επίθ.) (Α)
1. αυτός που πρέπει να αναφερθεί
2. (το ουδ.) ανοιστέον
α) πρέπει κανείς να κάνει φανερό
β) πρέπει να αναφέρει κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοίσω, μέλλ. του αναφέρω].
Middle Liddell
verb. adj. of ἀναφέρω,]
one must report, Soph., Eur.:— one must refer, τι πρός τι Plut.