ἀπηλεγέως: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans s'inquiéter, ouvertement, franchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλέγω]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans s'inquiéter, ouvertement, franchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀλέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπηλεγέως:''' [[откровенно]], [[прямо]], [[без обиняков]] (μῦθον [[ἀποειπεῖν]] Hom. или ἀγορεύειν HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπηλεγέως:''' επίρρ. σχημ. από επίθ. ἀπ-ηλεγής (ἀπό, [[ἀλέγω]]), [[χωρίς]] [[μέριμνα]] για [[τίποτε]], [[χωρίς]] [[περίσκεψη]] για τις συνέπειες, ανόητα· μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀπηλεγέως:''' επίρρ. σχημ. από επίθ. ἀπ-ηλεγής (ἀπό, [[ἀλέγω]]), [[χωρίς]] [[μέριμνα]] για [[τίποτε]], [[χωρίς]] [[περίσκεψη]] για τις συνέπειες, ανόητα· μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπηλεγέως:''' [[откровенно]], [[прямо]], [[без обиняков]] (μῦθον [[ἀποειπεῖν]] Hom. или ἀγορεύειν HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[formed as if from *[[ἀπηλεγής]] (ἀπὸ, [[ἀλέγω]])]<br />without caring for [[anything]], [[reckless]] of consequences, [[bluntly]], μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] Hom.
|mdlsjtxt=[formed as if from *[[ἀπηλεγής]] (ἀπὸ, [[ἀλέγω]])]<br />without caring for [[anything]], [[reckless]] of consequences, [[bluntly]], μῦθον [[ἀπηλεγέως]] [[ἀποειπεῖν]] Hom.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπηλεγέως Medium diacritics: ἀπηλεγέως Low diacritics: απηλεγέως Capitals: ΑΠΗΛΕΓΕΩΣ
Transliteration A: apēlegéōs Transliteration B: apēlegeōs Transliteration C: apilegeos Beta Code: a)phlege/ws

English (LSJ)

Adv. without caring for anything, outright, bluntly, Hom. only in phrase μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Il.9.309, Od.1.373; ἀ. πεπύθοιτο A.R.4.1469; νίσσετ' ἀπηλεγέως straightforwards, without looking about, Id.1.785; sternly, 4.687; prob.f.l. for ἀνηλεγέως, Q.S.1.226:—also ἀπηλεγές, Nic.Th.495, Opp.C.2.510. (From ἀλέγω, like νηλεγής, ἀνηλεγής.)

French (Bailly abrégé)

adv.
sans s'inquiéter, ouvertement, franchement.
Étymologie: ἀπό, ἀλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπηλεγέως: откровенно, прямо, без обиняков (μῦθον ἀποειπεῖν Hom. или ἀγορεύειν HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηλεγέως: Ἐπίρρ. τοῦ ἐπιθ. ἀπηλεγής, ές, (ὅπερ ἀπαντᾷ παρὰ Γρηγ. Ναζ.), ἀφροντίστως, ἀποτόμως, σκληρῶς, ἀπαγορευτικῶς, Ὅμ., μόνον ἐν τῇ φράσει, μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Ἰλ. Ι. 309, Ὀδ. Α. 373· οὕτω, νίσσετ’ ἀπηλεγέως, συντόνως, μὴ περιβλέπων τῇδε κἀκεῖσε, Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 785: ― Ὡσαύτως, ἀπηλεγές, Νικ. Θ. 495, Ὀππ. Κ. 2. 510. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀλέγω ὡς νηλεγής, ἀνηλεγής).

English (Autenrieth)

(ἀλέγω): without scruple; μῦθον ἀποειπεῖν, Od. 1.373 and Il. 9.309.

Greek Monolingual

ἀπηλεγέως επίρρ. (Α)
1. σκληρά, αυστηρά
2. απερίφραστα.

Greek Monotonic

ἀπηλεγέως: επίρρ. σχημ. από επίθ. ἀπ-ηλεγής (ἀπό, ἀλέγω), χωρίς μέριμνα για τίποτε, χωρίς περίσκεψη για τις συνέπειες, ανόητα· μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[formed as if from *ἀπηλεγής (ἀπὸ, ἀλέγω)]
without caring for anything, reckless of consequences, bluntly, μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν Hom.