ἀποδιορίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=délimiter ; séparer, diviser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[διορίζω]]. | |btext=délimiter ; séparer, diviser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[διορίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποδιορίζω:''' [[отграничивать]], [[проводить границу]], [[отмежевывать]], [[отделять]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδιορίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[προσδιορίζω]], [[οριοθετώ]] [[κάτι]] χωρίζοντάς το σε τμήματα, [[διαχωρίζω]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀποδιορίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[προσδιορίζω]], [[οριοθετώ]] [[κάτι]] χωρίζοντάς το σε τμήματα, [[διαχωρίζω]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
mark off by dividing or defining, Arist.Pol.1290b26; (sc. ἑαυτούς) Ep.Jud.19.
Spanish (DGE)
1 definir πρῶτον ἂν ἀποδιωρίζομεν ἄπερ ἀναγκαῖον πᾶν ἔχειν ζῷον Arist.Pol.1290b26.
2 separar, apartar οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες Ep.Iud.19, ἀποδιωρίσθη τὰ ἐλαφρὰ εἰς ὕψος Corp.Herm.3.2.
French (Bailly abrégé)
délimiter ; séparer, diviser.
Étymologie: ἀπό, διορίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδιορίζω: отграничивать, проводить границу, отмежевывать, отделять Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιορίζω: μέλλ. -ίσω, ἀποχωρίζω, ἀποχωρίζω εἰς μέρη, προσδιορίζω, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 13: ἀπολ., ἀποχωρίζω, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, οἱ ἀποχωρίζοντες (ἑαυτούς), Ἐπιστολ. Ἰούδ. 19: - Ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ιστέον, πρέπει τις νὰ ἀποχωρίσῃ, ἕτερον ἑτέρου Βυζ.: καὶ -ισμός, ἀποχωρισμός, Ἑρμείας ἐν Πλάτ.
English (Strong)
from ἀπό and a compound of Ἀλέξανδρος and ὁρίζω; to disjoin (by a boundary, figuratively, a party): separate.
English (Thayer)
(διορίζω, and this from ὅρος a limit); by drawing boundaries to disjoin, part, separate from another: οἱ ἀποδιορίζοντες ἑαυτούς those who by their wickedness separate themselves from the living fellowship of Christians; if ἑαυτούς is dropped, with st G L T Tr WH, the rendering is making divisions or separations). (Aristotle, pol. 4,4, 13 (p. 1290b, 25).)
Greek Monolingual
ἀποδιορίζω (Α)
αποχωρίζω, χωρίζω σε μέρη.
Greek Monotonic
ἀποδιορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, προσδιορίζω, οριοθετώ κάτι χωρίζοντάς το σε τμήματα, διαχωρίζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to mark off by dividing, to separate, NTest.
Chinese
原文音譯:¢podior⋯zw 阿坡-笛-哦里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-經過-看見(化)
字義溯源:脫離,結黨,好結黨,更明確的立界限;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,離)與(διά)*=通過)及(ὁρίζω)=標出)組成;其中 (ὁρίζω)出自(ὅριον)=界限),而 (ὅριον)又出自(ὄρος)X*=範圍)。參讀 (ἀνακρίνω)同義字
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 好結黨(1) 猶1:19