ἀπερίοπτος: Difference between revisions
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />indifférent à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιόψομαι. | |btext=ος, ον :<br />indifférent à.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιόψομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπερίοπτος:''' [[не обращающий внимания]], [[пренебрегающий]] (τινος Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπερίοπτος:''' -ον (<i>περιόψομαι</i>, μέλ. του [[περιοράω]]), [[αμέριμνος]], [[αμελής]], <i>πάντων</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀπερίοπτος:''' -ον (<i>περιόψομαι</i>, μέλ. του [[περιοράω]]), [[αμέριμνος]], [[αμελής]], <i>πάντων</i>, σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[περιόψομαι, fut. of [[περιοράω]]<br />unregarding, [[reckless]] of, πάντων Thuc. | |mdlsjtxt=[περιόψομαι, fut. of [[περιοράω]]<br />unregarding, [[reckless]] of, πάντων Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
•c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.
German (Pape)
[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: ἀ, περιόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄, 117.
Greek Monolingual
ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.
Greek Monotonic
ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.
Middle Liddell
[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.