ἀποβάτης: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />écuyer faisant des exercices de voltige.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβαίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />écuyer faisant des exercices de voltige.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβάτης:''' ου ὁ апобат, вольтижер (наездник, перескакивающий на полном ходу с одной колесницы на другую) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που ίππευε [[πολλά]] άλογα πηδώντας [[επιδέξια]] από το ένα [[άρμα]] στο [[άλλο]] κατά τη [[διάρκεια]] ιππικού αγωνίσματος, Λατ. [[desultor]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀποβαίνω]]), αυτός που ίππευε [[πολλά]] άλογα πηδώντας [[επιδέξια]] από το ένα [[άρμα]] στο [[άλλο]] κατά τη [[διάρκεια]] ιππικού αγωνίσματος, Λατ. [[desultor]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποβάτης:''' ου ὁ апобат, вольтижер (наездник, перескакивающий на полном ходу с одной колесницы на другую) Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀποβαίνω]]<br />one who rode [[several]] horses leaping from one to the [[other]], Lat. [[desultor]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ἀποβαίνω]]<br />one who rode [[several]] horses leaping from one to the [[other]], Lat. [[desultor]], Plut.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβᾰτης Medium diacritics: ἀποβάτης Low diacritics: αποβάτης Capitals: ΑΠΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: apobátēs Transliteration B: apobatēs Transliteration C: apovatis Beta Code: a)poba/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, one that dismounts; but in usage, one who rode several horses leaping from one to the other, ἀποβάτην ἀγωνίσασθαι Plu.Phoc.20, cf. IG2.966,al., D.H.7.73, AB198,426, EM124.31, Suid.

Spanish (DGE)

-ον, ὁ
apóbata, corredor que hacia el final de la carrera salta del carro y compite a pie un estadio IG 22.2314.35, D.H.7.73, ἀγωνίσασθαι ... ἀποβάτην Plu.Phoc.20, como tít. de comedia de Alexis, Ath.638c (= Alexis 19), de Dífilo AB 101 (= Diph.15.16), cf. AB 426, EM 124.31G., Sud.

German (Pape)

[Seite 297] ὁ, der Absteiger; der im Wettkampf von dem Pferde od. Wagen herab- u. wieder hinaufspringt (B. A. 426 ἀποβάτης ἱππικόν τι ἀγώνισμα, vgl. 198; Titel von Komödien des Alexis u. Diphil.), dah. ἀποβάτην ἀγωνίσασθαι Plut. Phoc. 20; vgl. die Beschreibung bei Dion. Hal. 7, 73.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
écuyer faisant des exercices de voltige.
Étymologie: ἀποβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβάτης: ου ὁ апобат, вольтижер (наездник, перескакивающий на полном ходу с одной колесницы на другую) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, «καταβάτης· ὁ ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης» Ἡσύχ. ― Ἱππικόν τι ἀγώνισμα «ἐν ᾧ οἱ ἔμπειροι τοῦ ἐλαύνειν ἅμα θεόντων τῶν ἵππων ἀνέβαινον διὰ τοῦ τροχοῦ ἐπὶ τὸν δίφρον καὶ πάλιν κατέβαινον ἀπταίστως· καὶ ἦν τὸ ἀγώνισμα πεζοῦ ἅμα καὶ ἱππέως, καλεῖται δὲ καὶ ἀποβατικὸς ὁ ἡνίοχος ὁ εἰς τοῦτο τὸ ἀγώνισμα ἐπιτήδειος» Ἐτυμ. Μεγ. 124, 31, Φώκῳ δὲ τῷ υἱῷ βουλολομένῳ ἀγωνίσασθαι Παναθηναίοις ἀποβάτην ἐφῆκεν [ὁ Φωκίων] Πλουτ. Φωκ. 20 ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ. ― «ὅταν γὰρ τέλος αἱ τῶν ἵππων ἅμιλλαι λάβωνται, ἀποπηδῶντες ἀπὸ τῶν ἁρμάτων οἱ παροχούμενοι τοῖς ἡνιόχοις, οὓς οἱ ποιηταὶ μὲν παραβάτας, Ἀθηναῖοι δὲ καλοῦσιν ἀποβάτας, τὸν σταδιαῖον ἁμιλλῶνται δρόμον αὐτοὶ πρὸς ἀλλήλους» Διον. Ἁλ. Ρωμ. Ἀρχ. 7. 73, μνημονεύει τοῦ ἀγῶνος τούτου καὶ Ἐρατοσθένης (καταστερ. 13), ἴδε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 431 κέξ., καὶ Ἁρποκρ. ἐν λέξ., πρβλ. καὶ Α. Β. 198, 11, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀποβάτης, ο αποβαίνω
1. αυτός που αφιππεύει
2. αυτός που ιππεύει πολλά άλογα πηδώντας με άλμα από το ένα στο άλλο.

Greek Monotonic

ἀποβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀποβαίνω), αυτός που ίππευε πολλά άλογα πηδώντας επιδέξια από το ένα άρμα στο άλλο κατά τη διάρκεια ιππικού αγωνίσματος, Λατ. desultor, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀποβαίνω
one who rode several horses leaping from one to the other, Lat. desultor, Plut.