ἀπρόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui manque de bonne volonté, d'ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρόθυμος]].
|btext=ος, ον :<br />qui manque de bonne volonté, d'ardeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρόθυμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόθῠμος:''' [[нерасположенный]], [[недоброжелательно настроенный]], [[не имеющий охоты]] (Her., Thuc., Xen.; πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόθῡμος:''' -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι [[έτοιμος]], απαράσκευος, [[ανέτοιμος]], [[διστακτικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''ἀπρόθῡμος:''' -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι [[έτοιμος]], απαράσκευος, [[ανέτοιμος]], [[διστακτικός]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόθῠμος:''' [[нерасположенный]], [[недоброжелательно настроенный]], [[не имеющий охоты]] (Her., Thuc., Xen.; πρός τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόθῡμος Medium diacritics: ἀπρόθυμος Low diacritics: απρόθυμος Capitals: ΑΠΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: apróthymos Transliteration B: aprothymos Transliteration C: aprothymos Beta Code: a)pro/qumos

English (LSJ)

ον, not eager, not ready, unready, backward, ill disposed, reluctant, Hdt.7.220, Th.4.86, X.An.6.2.7, etc. Adv. ἀπροθύμως = reluctantly Pl.Lg.665e.

Spanish (DGE)

-ον
I arredrado, remiso, falto de ardor σύμμαχοι Hdt.7.220, Th.8.32, εἴ τις ... ἀ. ἐστι Th.4.86, cf. X.An.6.2.7, Plu.2.438b, Mac.Aeg.Serm.C 6.4.
II adv. ἀπροθύμως = sin ardor, sin ímpetu ὑπηρετεῖν X.HG 1.6.4, ἐργάζεσθαι Pl.Lg.665e.

German (Pape)

[Seite 338] nicht bereitwillig, ungern, καὶ οὐκ ἐθέλων Her. 7, 220; Thuc. 4, 86; Xen. An. 6, 2, 7; καὶ ἄκων Plut. – Adv. ἀπροθύμως, Plat. Legg. 665 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui manque de bonne volonté, d'ardeur.
Étymologie: , πρόθυμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόθῠμος: нерасположенный, недоброжелательно настроенный, не имеющий охоты (Her., Thuc., Xen.; πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόθῡμος: -ον, ὁ μὴ πρόθυμος, ὁ διστάζων, Ἡρόδ. 7. 220, Θουκ. 4. 86, κτλ. - Ἐπίρρ. μως Πλάτ. 665Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόθυμος, -ον)
αυτός που στερείται προθυμίας, που διστάζει να κάνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀπρόθῡμος: -ον, αυτός που δεν διαθέτει ζήλο ή δεν είναι έτοιμος, απαράσκευος, ανέτοιμος, διστακτικός, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell


not eager or ready, unready, backward, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

backward, hesitating, not eager, unenergetic, without eagerness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)