ἀπόρημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] τό, die Streitfrage, Plat. Phil. 36 e; oft Arist.; Verlegenheit, Schwierigkeit, Pol. 31, 21. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] τό, die Streitfrage, Plat. Phil. 36 e; oft Arist.; Verlegenheit, Schwierigkeit, Pol. 31, 21. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόρημα:''' ατος τό трудность, затруднение, вопрос Plat., Arst., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀπόρημα]])<br />[[ζήτημα]] για το οποίο υπάρχει [[απορία]] ή [[αμφιβολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένσταση]] [[εναντίον]] επιχειρήματος<br /><b>2.</b> πρακτική [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]]. | |mltxt=το (Α [[ἀπόρημα]])<br />[[ζήτημα]] για το οποίο υπάρχει [[απορία]] ή [[αμφιβολία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ένσταση]] [[εναντίον]] επιχειρήματος<br /><b>2.</b> πρακτική [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A matter of doubt, question, puzzle, Pl.Phlb.36e, Arist.Metaph. 1011a6, etc. 2 especially in the Dialectic of Arist., objection raised to an ἐπιχείρημα (q.v.), Id.Top.162a17. 3 practical difficulty, Plb. 31.13.8.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 dificultad teórica, cuestión, problema Pl.Phlb.36e, Arist.Metaph.1011a6, Thphr.Ign.45, Epicur.Nat.28.11.1.2 (p.43), 13.6 inf.12 (p.50), como tít. de una obra de Democr., D.L.9.47 (= Democr.A 33, B 11a)
•esp. en lóg. aporema silogismo del que se deducen dos proposiciones contradictorias, Arist.Top.162a17.
2 dificultad práctica ἀπόρημά τι ... περὶ τὴν ἔξοδον διὰ τὴν μέθην Plb.31.13.8.
German (Pape)
[Seite 321] τό, die Streitfrage, Plat. Phil. 36 e; oft Arist.; Verlegenheit, Schwierigkeit, Pol. 31, 21.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρημα: ατος τό трудность, затруднение, вопрос Plat., Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρημα: -ατος, τό, πρᾶγμα περὶ οὗ ὑπάρχει ἀπορία, Πλάτ. Φίλ. 36Ε, Ἀριστ. ἐν τῇ διαλεκτικῇ τοῦ Ἀριστ., ἔνστασις ἐγειρομένη ἐναντίον ἐπιχειρήματος (ὃ ἴδε), ἀπόρημα δὲ συλλογισμὸς διαλεκτικὸς ἀντιφάσεως Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12, πρβλ. ἀπορέω Ι. 2. 2) πραγματικὴ δυσκολία, ἀμηχανία, δυσχέρεια, Πολύβ. 31. 21, 8.
Greek Monolingual
το (Α ἀπόρημα)
ζήτημα για το οποίο υπάρχει απορία ή αμφιβολία
αρχ.
1. ένσταση εναντίον επιχειρήματος
2. πρακτική δυσκολία, δυσχέρεια.