ἀριστόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />qui l'emporte par la vigueur de son bras.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], [[χείρ]].
|btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />qui l'emporte par la vigueur de son bras.<br />'''Étymologie:''' [[ἄριστος]], [[χείρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστόχειρ:''' χειρος adj. ведущийся руками лучших воинов ([[ἀγών]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀριστόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό [[χέρι]], [[ἀγών]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀριστόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό [[χέρι]], [[ἀγών]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστόχειρ:''' χειρος adj. ведущийся руками лучших воинов ([[ἀγών]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />won by the stoutest [[hand]], [[ἀγών]] Soph.
|mdlsjtxt=<br />won by the stoutest [[hand]], [[ἀγών]] Soph.
}}
}}

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόχειρ Medium diacritics: ἀριστόχειρ Low diacritics: αριστόχειρ Capitals: ΑΡΙΣΤΟΧΕΙΡ
Transliteration A: aristócheir Transliteration B: aristocheir Transliteration C: aristocheir Beta Code: a)risto/xeir

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, won by the stoutest hand, ἀγών S.Aj. 935 (lyr.).

Spanish (DGE)

-χειρος
• Prosodia: [ᾰ-]
adj. que sirve para decidir cuál es el mejor guerrero ἁγών S.Ai.935.

German (Pape)

[Seite 353] ἀγών, ein Kampf, in dem die beste Faust entscheidet, Soph. Ai. 915, od. nach dem Schol. ὁ κρίνων, τίς ἐστιν ὁ ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα.

French (Bailly abrégé)

ειρος (ὁ, ἡ)
qui l'emporte par la vigueur de son bras.
Étymologie: ἄριστος, χείρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστόχειρ: χειρος adj. ведущийся руками лучших воинов (ἀγών Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, ἐν τῇ φράσει ἀγὼν ἀριστόχειρ, «ὁ κρίνων τίς ἐστιν ἄριστος κατὰ τὴν χεῖρα» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 935.

Greek Monolingual

ἀριστόχειρ (-χειρος), ο (Α)
αυτός που κρίνει ποιος είναι άριστος στα χέρια, ποιος είναι πιο χειροδύναμος.

Greek Monotonic

ἀριστόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που νικά με το πιο δυνατό χέρι, ἀγών, σε Σοφ.

Middle Liddell


won by the stoutest hand, ἀγών Soph.