ἀρτιμελής: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux membres bien conformés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br />aux membres bien conformés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[μέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιμελής:''' [[хорошо сложенный]]: ἀ. καὶ [[ἀρτίφρων]] Plat. здоровый телом и духом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[ακέραιος]], [[άρτιος]] στα [[μέλη]] του σώματος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀρτιμελής:''' -ές ([[μέλος]]), [[ακέραιος]], [[άρτιος]] στα [[μέλη]] του σώματος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιμελής:''' [[хорошо сложенный]]: ἀ. καὶ [[ἀρτίφρων]] Plat. здоровый телом и духом.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέλος]]<br />[[sound]] of [[limb]], Plat.
|mdlsjtxt=[[μέλος]]<br />[[sound]] of [[limb]], Plat.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιμελής Medium diacritics: ἀρτιμελής Low diacritics: αρτιμελής Capitals: ΑΡΤΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: artimelḗs Transliteration B: artimelēs Transliteration C: artimelis Beta Code: a)rtimelh/s

English (LSJ)

ές, sound of limb, Pl.R.536b, Sor.1.3, D.C.69.20; perfect in all members, τέχναι Them.Or.26.316c.

Spanish (DGE)

-ές
perfectamente conformado en cuanto a los miembros ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονες Pl.R.536b, cf. D.C.69.20.3, Sor.4.16, ἀρτιμελεστέραν· ὑγιεστέραν, ἐντιμοτέραν Hsch.
de abstr. completo en todas sus partes τέχναι Them.Or.26.316c.

German (Pape)

[Seite 362] (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; θύματα Poll. 1, 29.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux membres bien conformés.
Étymologie: ἄρτι, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιμελής: хорошо сложенный: ἀ. καὶ ἀρτίφρων Plat. здоровый телом и духом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιμελής: -ές, ὁ ἄρτια ἔχων τὰ μέλη, ἀκέραια δηλ., Πλάτ. Πολ. 536Β.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].

Greek Monotonic

ἀρτιμελής: -ές (μέλος), ακέραιος, άρτιος στα μέλη του σώματος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μέλος
sound of limb, Plat.