ἀψόφητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψοφέω]].
|btext=ος, ον :<br />sans bruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ψοφέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀψόφητος:''' [[бесшумный]], [[беззвучный]]: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀψόφητος:''' -ον ([[ψοφέω]]), [[αθόρυβος]]· με γεν., [[ἀψόφητος]] κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀψόφητος:''' -ον ([[ψοφέω]]), [[αθόρυβος]]· με γεν., [[ἀψόφητος]] κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀψόφητος:''' [[бесшумный]], [[беззвучный]]: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψόφητος Medium diacritics: ἀψόφητος Low diacritics: αψόφητος Capitals: ΑΨΟΦΗΤΟΣ
Transliteration A: apsóphētos Transliteration B: apsophētos Transliteration C: apsofitos Beta Code: a)yo/fhtos

English (LSJ)

ον, (ψοφέω) noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.

Spanish (DGE)

-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.

German (Pape)

[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: , ψοφέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀψόφητος: бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].

Greek Monotonic

ἀψόφητος: -ον (ψοφέω), αθόρυβος· με γεν., ἀψόφητος κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.

Middle Liddell

ψοφέω
noiseless; c. gen., ἀψ. κωκυμάτων without sound of wailings, Soph.

English (Woodhouse)

noiseless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)