ἄθετος: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans place, sans position;<br /><b>2</b> qu’on met de côté, invalide ; impropre, τινι, [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τίθημι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans place, sans position;<br /><b>2</b> qu’on met de côté, invalide ; impropre, τινι, [[πρός]] [[τι]] à qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τίθημι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄθετος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не имеющий положения]] (в пространстве): ἡ μὲν ἄ. [[μονάς]], ἡ δὲ θετὸς [[στιγμή]] Arst. единица положения не имеет, точка же имеет;<br /><b class="num">2)</b> [[неуместный]]: οὐκ ἄ. Polyb. вполне уместный, своевременный;<br /><b class="num">3)</b> [[неподходящий]], [[непригодный]] (πρός τι Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄθετος:''' -ον ([[τίθημι]]), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά [[μέρος]], στην [[άκρη]]· επίρρ. <i>-τως = ἀθέσμως</i>, [[παράνομα]], δεσποτικά, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἄθετος:''' -ον ([[τίθημι]]), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά [[μέρος]], στην [[άκρη]]· επίρρ. <i>-τως = ἀθέσμως</i>, [[παράνομα]], δεσποτικά, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τίθημι]]<br />set aside:— adv. -τως, = ἀθέσμως, [[lawlessly]], [[despotically]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[τίθημι]]<br />set aside:— adv. -τως, = ἀθέσμως, [[lawlessly]], [[despotically]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (τίθημι) A without position or place, μονὰς οὐσία ἄ., στιγμὴ δὲ οὐσία θετός Arist.AP0.87a36, cf. Metaph.1016b25, 1084b27, Dam.Pr.22. 2 not in its place, i.e. lying about, πλίνθος, λίθος, IG1.322i10,22. 3 not adopted, Posidipp.39, Anon.Rhythm.Oxy.9iv16. II wasted, useless, χρόνος Plb.18.9.10; unfit, to be rejected, πρός τι D.S.11.15: c. dat., ῥευματισμοῖς, σπληνικοῖς, Dsc.1.128, 2.70.6; of persons, incompetent, PAmh.2.64.12 (ii A. D.). Adv. -τως, = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, A.Pr.150 (lyr.); unsuitably, ἔχειν πρός τι Plu.2.715b, Philum.Ven.2.3.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene o no ocupa lugar μονάς Arist.Metaph.1016b25, 1084b27, APo.87a36, Dam.Pr.22.
2 fuera de sitio, sin colocar πλίνθος IG 13.474.10, cf. 23 (V a.C.)
•inadecuado τόπος ἄ. πρὸς ναυμαχίαν D.S.11.15, cf. Plb.18.9.10
•medic. inadecuado, que no sienta bien c. dat. ῥευματισμοῖς Dsc.1.128, σπληνικοῖς Dsc.2.70.6, abs. ὁ δ' ἀρχομένης τῆς καθάρσεως καιρὸς ἄθετος el comienzo de la menstruación no es el momento apropiado (para copular con vistas a la concepción), Sor.26.2
•de pers. incompetente, PAmh.64.12 (II d.C.).
II 1no hecho Posidipp.40.
2 no intentado, no probado ἀθέτους ἐατέον τὰς τοιαύτας χρήσεις no deben intentarse tales usos (métricos), Aristox.Rhyth.Ox.4.16.
III adv. -ως
1 contra toda ley, tiránicamente Ζεὺς ἀ. κρατύνει A.Pr.150.
2 inadecuadamente πρὸς πολιτικὴν σκέψιν ἀ. ἔχειν διὰ τὸν οἶνον Plu.2.715b, cf. Philum.Ven.2.3.
German (Pape)
[Seite 46] 1) nicht gesetzt, dem θετός entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = ἀποίητος, Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, πρός τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀθέτως ἔχειν πρός τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀθέτως κρατὐνει Ζεύς, ungesetzlich.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans place, sans position;
2 qu’on met de côté, invalide ; impropre, τινι, πρός τι à qch.
Étymologie: ἀ, τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἄθετος:
1) не имеющий положения (в пространстве): ἡ μὲν ἄ. μονάς, ἡ δὲ θετὸς στιγμή Arst. единица положения не имеет, точка же имеет;
2) неуместный: οὐκ ἄ. Polyb. вполне уместный, своевременный;
3) неподходящий, непригодный (πρός τι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄθετος: -ον, (τίθημι) ἄνευ θέσεως ἢ τόπου· οὕτω καλεῖται ἡ μονὰς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν στιγμήν, ἥτις εἶνε θετή, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 6, 25· ἡ μονὰς στιγμὴ ἄθ. ἐστι, αὐτόθι 12. 8. 27· πρβλ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 27. 2) ὁ μὴ ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει εὑρισκόμενος· πλίνθος, λίθος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 10, 22. ΙΙ. ὁ κατὰ μέρος τεθείς, ἀσθενής, Πολύβ. 17. 9. 10· ἐντεῦθεν: ἄχρηστος, ἀκατάλληλος, Διόδ. 11. 15: - Ἐπιρρ. -τως = ἀθέσμως, παρανόμως, δεσποτικῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 150.
Greek Monotonic
ἄθετος: -ον (τίθημι), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά μέρος, στην άκρη· επίρρ. -τως = ἀθέσμως, παράνομα, δεσποτικά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τίθημι
set aside:— adv. -τως, = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, Aesch.