ἄπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παύω]].
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[непрекращающийся]], [[нескончаемый]], [[бесконечный]] ([[αἰών]] Aesch.; [[βίος]] Plat.); беспрестанный, непрерывный (ἄτα, ἀ. καὶ [[ἀθάνατος]] Soph.; [[δίψα]] Thuc.; [[φορά]] Plat.; [[κίνησις]] Arst.; νιφετοί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[не перестающий]] (τινος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαυστος:''' -ον (παύομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]], [[ατελεύτητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, [[ακόρεστος]], [[δίψα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, [[γόων]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄπαυστος:''' -ον (παύομαι)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ακατάπαυστος]], [[συνεχής]], [[ατελεύτητος]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός τον οποίο δεν μπορεί [[κάποιος]] να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, [[ακόρεστος]], [[δίψα]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, [[γόων]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπαυστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[непрекращающийся]], [[нескончаемый]], [[бесконечный]] ([[αἰών]] Aesch.; [[βίος]] Plat.); беспрестанный, непрерывный (ἄτα, ἀ. καὶ [[ἀθάνατος]] Soph.; [[δίψα]] Thuc.; [[φορά]] Plat.; [[κίνησις]] Arst.; νιφετοί Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[не перестающий]] (τινος Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαυστος Medium diacritics: ἄπαυστος Low diacritics: άπαυστος Capitals: ΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápaustos Transliteration B: apaustos Transliteration C: apafstos Beta Code: a)/paustos

English (LSJ)

ον,
A unceasing, never-ending, Parm.8.27; αἰών A.Supp. 574 (lyr.); βίος Pl.Ti.36e; ἄτα S.Aj.1187 (lyr.); ἄπαυστος καὶ ἀθάνατος φορά Pl.Cra.417c, etc. Adv. ἀπαύστως Arist.Mu.391b18, Corn.ND34.
2 not to be stopped or not to be assuaged, insatiable, δίψα Th.2.49; γνάθοι Antiph. 237.4; ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.
II c. gen., never ceasing from, γόων E.Supp.82 (lyr.).—Cf. ἄπαυτος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no cesa, inacabable, que no tiene fin (ἐόν) ἄναρχον ἄπαυστον (el Ser) sin principio ni fin Parm.B 8.27, αἰών A.Supp.574, βίος Pl.Ti.36e, ἄτα S.Ai.1186, ἄ. καὶ ἀθάνατον αὐτὴν (φοράν) Pl.Cra.417c, σταγών E.Supp.82, κυκλική Thphr.Metaph.5, ἕξις Plu.2.159d, cf. Procl.Inst.206
neutr. plu. como adv. ἐψιθύριζον ἄπαυστα Rom.Mel.7.εʹ.3.
2 insaciable δίψα Th.2.49, γνάθοι Antiph.237.4, ἄ. ἐπιθυμίη χρημάτων Eus.Mynd.1.
II adv. ἀπαύστως = inacabablemente, eternamente δι' αἰῶνος Arist.Mu.391b18, cf. Corn.ND 34, PMasp.19.27 (VI d.C.), ref. al infierno καταδίκην τοῦ πυρὸς ἀπαύστως κολάζεσθαι Iust.Phil.Dial.45.4.

German (Pape)

[Seite 283] nicht zu beruhigen, unaufhörlich, δίψα Thuc. 2, 49; endlos, αἰών Aesch. Suppl. 569; ἄτη Soph. Ai. 1166; γόων, nicht ablassend mit, Eur. Suppl. 93; in Prosa, βίος Plat. Tim. 36 e; καὶ ἀθάνατος Crat. 417 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: , παύω.

Russian (Dvoretsky)

ἄπαυστος:
1) непрекращающийся, нескончаемый, бесконечный (αἰών Aesch.; βίος Plat.); беспрестанный, непрерывный (ἄτα, ἀ. καὶ ἀθάνατος Soph.; δίψα Thuc.; φορά Plat.; κίνησις Arst.; νιφετοί Plut.);
2) не перестающий (τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαυστος: -ον, ἀδιάκοπος, συνεχής, ἀκατάπαυστος, Παρμεν. Ἀποσπ. 82· αἰὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 573· βίος Πλάτ. Τίμ. 36E· ἄτα Σοφ. Αἴ. 1186· ἀπ. καὶ ἀθάνατος φορὰ Πλάτ. Κρατ. 417C, κτλ.: - Ἐπίρρ. ἀπαύστως, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 2. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ ἢ ἱκανοποιήση, ἀκόρεστος, δίψα Θουκ. 2. 49· γνάθοι Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. μετὰ γεν., ὁ μηδέποτε παυόμενος, ἢ καταστελλόμενος, ἀκόρεστος, γόων Εὐρ. Ἱκ. 82.

Greek Monolingual

ἄπαυστος, -ον (AM)
1. αδιάκοπος, συνεχής, ακατάπαυστος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, ακόρεστος
3. αυτός που δεν απαλλάσσεται, δεν γλυτώνει από κάτιἄπαυστος γόων»).

Greek Monotonic

ἄπαυστος: -ον (παύομαι)·
I. 1. ακατάπαυστος, συνεχής, ατελεύτητος, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να σταματήσει ή να τον ικανοποιήσει, να τον πραΰνει, ακόρεστος, δίψα, σε Θουκ.
II. με γεν., αυτός που δεν καταπαύεται, γόων, σε Ευρ.

Middle Liddell

[παύομαι]
I. unceasing, never-ending, Aesch., Soph.
2. not to be stopped or assuaged, insatiable, δίψα Thuc.
II. c. gen. never ceasing from, γόων Eur.

English (Woodhouse)

ceaseless, continuous, incessant, insatiable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)