ἄπεδος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />plan, uni.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[πέδον]].
|btext=ος, ον :<br />plan, uni.<br />'''Étymologie:''' ἀ- cop., [[πέδον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεδος:''' [[плоский]], [[ровный]], [[равнинный]] ([[χώρη]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.): ἐν ἀπέδοις Xen. на равнинах.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπεδος:''' -ον (<i>α αθροιστικό</i> και [[πέδον]]), [[ομαλός]], [[επίπεδος]], [[ομοιόμορφος]], [[ίσιος]], [[πεδινός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἄπεδον</i>, <i>τό</i>, [[πεδιάδα]], επίπεδη [[επιφάνεια]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἄπεδος:''' -ον (<i>α αθροιστικό</i> και [[πέδον]]), [[ομαλός]], [[επίπεδος]], [[ομοιόμορφος]], [[ίσιος]], [[πεδινός]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>ἄπεδον</i>, <i>τό</i>, [[πεδιάδα]], επίπεδη [[επιφάνεια]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπεδος:''' [[плоский]], [[ровный]], [[равнинный]] ([[χώρη]] Her.; [[χωρίον]] Thuc.): ἐν ἀπέδοις Xen. на равнинах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[α <i>copulat.</i>,, [[πέδον]]<br />[[even]], [[level]], [[flat]], Hdt., Thuc., etc.: —ἄπεδον, ου, τό, a [[plain]], [[flat]] [[surface]], Hdt.
|mdlsjtxt=[α <i>copulat.</i>,, [[πέδον]]<br />[[even]], [[level]], [[flat]], Hdt., Thuc., etc.: —ἄπεδον, ου, τό, a [[plain]], [[flat]] [[surface]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 19:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεδος Medium diacritics: ἄπεδος Low diacritics: άπεδος Capitals: ΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: ápedos Transliteration B: apedos Transliteration C: apedos Beta Code: a)/pedos

English (LSJ)

ον, (ἀ- copul., πέδον) level, flat, χώρη Hdt.1.110, cf. 9.25, 102, Th.7.78, X.Cyn.6.9:—Subst. ἄπεδον, τό, flat surface, Hdt.4.62.

Spanish (DGE)

-ον
1 llano, liso χώρη Hdt.1.110, χῶρος Hdt.9.25, 102, χωρίον Th.7.78, cf. X.Cyn.6.9, Ael.NA 16.12, Aristid.Or.17.16, Lib.Or.11.22.
2 subst. τὸ ἄ. superficie plana Hdt.4.62.

German (Pape)

[Seite 283] (πέδον, α copulat.), eben, Her. 9, 102; τὸ ἄπεδον, die Ebene, 4, 62; Thuc. 7, 78 u. Sp.; χωρία ἄπεδα Ael. H. A. 16, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plan, uni.
Étymologie: ἀ- cop., πέδον.

Russian (Dvoretsky)

ἄπεδος: плоский, ровный, равнинный (χώρη Her.; χωρίον Thuc.): ἐν ἀπέδοις Xen. на равнинах.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπεδος: -ον, (α ἄθροιστ. -πέδον), ἐπίπεδος, ἴσος πεδινός, Λατ. plamus campestris, χώρη Ἡρόδ. 1. 110, πρβλ. 9. 25, 102, Θουκ. 7. 78 Ξέν.: ὡς οὐσιαστ. ἄπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια, πεδιάς, Ἡρόδ. 4. 62.

Greek Monolingual

ἄπεδος, -ον (Α)
1. πεδινός, επίπεδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον
η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»].

Greek Monotonic

ἄπεδος: -ον (α αθροιστικό και πέδον), ομαλός, επίπεδος, ομοιόμορφος, ίσιος, πεδινός, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἄπεδον, τό, πεδιάδα, επίπεδη επιφάνεια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

copulat.,, πέδον
even, level, flat, Hdt., Thuc., etc.: —ἄπεδον, ου, τό, a plain, flat surface, Hdt.