ἄφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans [[φάλος]] pour fixer l'aigrette ; sans aigrette (casque).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φάλος]].
|btext=ος, ον :<br />sans [[φάλος]] pour fixer l'aigrette ; sans aigrette (casque).<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[φάλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφᾰλος:''' [[без гребня или шиша]] (куда вставлялся султан) ([[κυνέη]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄφᾰλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει φάλο ([[φάλος]]) ή [[προεξοχή]] όπου ενωνόταν το [[λοφίο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄφᾰλος:''' -ον, αυτός που δεν έχει φάλο ([[φάλος]]) ή [[προεξοχή]] όπου ενωνόταν το [[λοφίο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄφᾰλος:''' [[без гребня или шиша]] (куда вставлялся султан) ([[κυνέη]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />without the [[φάλος]] or [[boss]], in [[which]] the [[plume]] was [[fixed]], Il.
|mdlsjtxt=<br />without the [[φάλος]] or [[boss]], in [[which]] the [[plume]] was [[fixed]], Il.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφᾰλος Medium diacritics: ἄφαλος Low diacritics: άφαλος Capitals: ΑΦΑΛΟΣ
Transliteration A: áphalos Transliteration B: aphalos Transliteration C: afalos Beta Code: a)/falos

English (LSJ)

ον, without crest, without φάλος, κυνέη Il.10.258, BGU1190.3 (i B. C.?).

Spanish (DGE)

(ἄφᾰλος) -ον
carente de cimera de un yelmo Il.10.258, cf. Apollon.Lex.753, Hsch.
subst. οἱ ἄφαλοι los que no llevan cimera una categoría de guardias de corps BGU 1190.3 (ptol.) en BL 1.98.

German (Pape)

[Seite 406] ohne Helmkamm, in den der Helmbusch gesteckt wird, Il. 10, 258, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl. Aristonic. ·

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans φάλος pour fixer l'aigrette ; sans aigrette (casque).
Étymologie: , φάλος.

Russian (Dvoretsky)

ἄφᾰλος: без гребня или шиша (куда вставлялся султан) (κυνέη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφᾰλος: -ον, ἄνευ τοῦ φάλου, «ἄφαλος· περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους· φάλοι δέ εἰσιν οἱ λαμπροὶ ἧλοι ἤ τὰ ποικίλματα» Ἡσύχ. κυνέη Ἰλ. Κ. 258· πρβλ. τετράφαλος.

English (Autenrieth)

without crest; κυνέη, Il. 10.258†.

Greek Monolingual

ἄφαλος, -ον (Α) φάλος
(περικεφαλαία) χωρίς φάλους ή διακοσμητικά εξαρτήματα.
ο και αφάλι, το
1. η κοιλότητα στο μέσο της κοιλιάς, ο ομφαλός
2. ο ομφάλιος λώρος
3. άξονας ή τρύπα στο μέσο εργαλείου κ.λπ. («ο αφαλός του ψαλιδιού, της ρόδας, της μυλόπετρας»)
4. η καντηλήθρα
5. φρ. α) «λύθηκε ο αφαλός μου» (από τα πολλά γέλια ή από φόβο)
6) σφυράει με τον αφαλό του» — λέει ανοησίες
γ) «του 'λυσα τον αφαλό στο ξύλο» — τον έδειρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός, με προληπτική αφομοίωση του ο- σε α- και σίγηση του -μ- προ του -φ-].

Greek Monotonic

ἄφᾰλος: -ον, αυτός που δεν έχει φάλο (φάλος) ή προεξοχή όπου ενωνόταν το λοφίο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell


without the φάλος or boss, in which the plume was fixed, Il.