Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐναέριος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> vit dans l'air, aérien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀήρ]].
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> vit dans l'air, aérien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾱέριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий]] (высоко) в воздухе (ζῷα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[совершающийся на лету]] ([[μῖξις]], sc. τῶν μυιῶν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνᾱέριος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐνᾱέριος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνᾱέριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий]] (высоко) в воздухе (ζῷα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[совершающийся на лету]] ([[μῖξις]], sc. τῶν μυιῶν Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-ᾱέριος, ον <i>adj</i><br />in the air, Luc.
|mdlsjtxt=ἐν-ᾱέριος, ον <i>adj</i><br />in the air, Luc.
}}
}}

Revision as of 19:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνᾱέριος Medium diacritics: ἐναέριος Low diacritics: εναέριος Capitals: ΕΝΑΕΡΙΟΣ
Transliteration A: enaérios Transliteration B: enaerios Transliteration C: enaerios Beta Code: e)nae/rios

English (LSJ)

ον, in the air, ζῷα Ti.Locr.101c, Gal.Thras.40; μεῖξις Luc.Musc.Enc.6; opp. ἔγγειος, Them.Or.13.168b. cf. Porph.Gaur. 10.6.

Spanish (DGE)

(ἐνᾱέριος) -ον
• Alolema(s): ἐνηέριος Orph.H.25.8, Synes.Hymn.2.176
aéreo, que está o va por el aire ζῶα Ti.Locr.101c, op. ἔνυδρος Str.17.1.36, Gal.5.883, Gr.Nyss.Eun.1.304, Basil.Hex.8.8, op. χερσαῖος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.15.28.10.22, δυνάμεις op. ἐναιθέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, μεῖξις ref. al apareamiento de las moscas, Luc.Musc.Enc.6, de las aguas pluviales op. ἔγγειος Them.Or.13.168b, φῶς Eus.PE 15.11.3, πνεῦμα Gr.Nyss.Eun.3.1.39, οἳ (ἀθάνατοι) ... ἐνηέριοί τε ποτῶνται Orph.l.c., cf. Cels.Phil.8.35, Porph.Gaur.10.6
subst. τὸ ἐναέριον ser aéreo, criatura del aire τὸ περιοικοῦν τῶν ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων M.Ant.12.24, cf. Plu.Fr.121, op. τὰ οὐράνια, ἐπιχθόνια, ὑποχθόνια Synes.l.c., def. como πνεῦμα ἀκάθαρτον Sud.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou vit dans l'air, aérien.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνᾱέριος:
1) живущий (высоко) в воздухе (ζῷα Plat.);
2) совершающийся на лету (μῖξις, sc. τῶν μυιῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾱέριος: -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι διατρίβων, τῶν ἐναερίων ζῴων Τίμ. Λοκρ. 101C· μῖξις Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐναέριος, -ον)
αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος»)
μσν.
1. ουράνιος
2. ψηλός.
επίρρ...
εναερίως
κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.

Greek Monotonic

ἐνᾱέριος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐν-ᾱέριος, ον adj
in the air, Luc.