ἐναιμήεις: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[ensangrentado]] κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος <i>AP</i> 6.233 (Maec.).
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[ensangrentado]] κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος <i>AP</i> 6.233 (Maec.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναιμήεις:''' ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐναιμήεις:''' -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐναιμήεις:''' -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναιμήεις:''' ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐν-αιμήεις, εσσα, εν <i>adj</i> = [[ἔναιμος]], Anth.]
|mdlsjtxt=ἐν-αιμήεις, εσσα, εν <i>adj</i> = [[ἔναιμος]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναιμήεις Medium diacritics: ἐναιμήεις Low diacritics: εναιμήεις Capitals: ΕΝΑΙΜΗΕΙΣ
Transliteration A: enaimḗeis Transliteration B: enaimēeis Transliteration C: enaimieis Beta Code: e)naimh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = ἔναιμος (with blood in one, charged with blood, full of blood, vigorous), κέντρα μύωπος AP 6.233 (Maec.).

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
ensangrentado κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος AP 6.233 (Maec.).

Russian (Dvoretsky)

ἐναιμήεις: ήεσσα, ῆεν напитавшийся кровью или окровавленный (κέντρα μύωπος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιμήεις: εσσα, εν, = τῷ ἑπόμ., Ἀνθ. Π. 6. 233.

Greek Monolingual

ἐναιμήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έχει μέσα του αίμα, ο γεμάτος με αίμα.

Greek Monotonic

ἐναιμήεις: -εσσα, -εν, = το επόμ., σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐν-αιμήεις, εσσα, εν adj = ἔναιμος, Anth.]