ἐξανάλωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de perdre, de ruiner complètement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναλίσκω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de perdre, de ruiner complètement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀναλίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανάλωσις:''' εως (ᾱλ) ἡ [[израсходование]], [[истощение]], [[уничтожение]] (τῆς δυνάμεως Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξανάλωσις:''' -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), [[πλήρης]], ολοκληρωτική [[κατανάλωση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐξανάλωσις:''' -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), [[πλήρης]], ολοκληρωτική [[κατανάλωση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξανάλωσις:''' εως (ᾱλ) ἡ [[израсходование]], [[истощение]], [[уничтожение]] (τῆς δυνάμεως Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐξανάλωσις]], εως <i>n</i> [ἐξανᾱλίσκω]<br />[[entire]] [[consumption]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ἐξανάλωσις]], εως <i>n</i> [ἐξανᾱλίσκω]<br />[[entire]] [[consumption]], Plut.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάλωσις Medium diacritics: ἐξανάλωσις Low diacritics: εξανάλωσις Capitals: ΕΞΑΝΑΛΩΣΙΣ
Transliteration A: exanálōsis Transliteration B: exanalōsis Transliteration C: eksanalosis Beta Code: e)cana/lwsis

English (LSJ)

[ᾱλ], εως, ἡ, entire consumption, τῆς δυνάμεως Plu.Marc. 24.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): -ήλωσις PSI 604.15 (III a.C.), SB 10850.13 (III a.C.)
gasto, consunción c. gen. obj. τῆς δυνάμεως Plu.Marc.24, de bienes materiales PSI l.c., SB l.c.

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, der gänzliche Verbrauch, das Aufreiben, Plut. Marcell. 24.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de perdre, de ruiner complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανάλωσις: εως (ᾱλ) ἡ израсходование, истощение, уничтожение (τῆς δυνάμεως Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάλωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἀνάλωσις, τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.

Greek Monolingual

ἐξανάλωσις, η (Α) εξαναλίσκω
ολοκληρωτική ανάλωση, καταδαπάνηση, φθορά, καταστροφή («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐξανάλωσις: -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), πλήρης, ολοκληρωτική κατανάλωση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐξανάλωσις, εως n [ἐξανᾱλίσκω]
entire consumption, Plut.